-
1 πανεπισκοπος
-
2 πανεπίσκοπος
πανεπίσκοποςall-surveying: masc /fem nom sg -
3 πανεπίσκοπος
-ος,-ον A 0-0-0-0-1=1 Wis 7,23all-surveying, all-controlling; neol.Cf. LARCHER 1984, 490-491 -
4 πανεπίσκοπος
πᾰν-επίσκοπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανεπίσκοπος
-
5 πανεπίσκοπος
παν-επί-σκοπος, alles überschauend, alles bemerkend -
6 πανεπίσκοπον
πανεπίσκοποςall-surveying: masc /fem acc sgπανεπίσκοποςall-surveying: neut nom /voc /acc sg -
7 πανεπισκόποις
πανεπίσκοποςall-surveying: masc /fem /neut dat pl -
8 πανεπίσκοπα
πανεπίσκοποςall-surveying: neut nom /voc /acc pl -
9 πανεπίσκοπε
πανεπίσκοποςall-surveying: masc /fem voc sg -
10 παντ-επί-σκοπος
παντ-επί-σκοπος, = πανεπίσκοπος, Sp.
-
11 παν-επ-όψιος
παν-επ-όψιος, = πανεπίσκοπος, Nonn. D. 9, 133. 32, 19.
-
12 πανεπισκόπω
-
13 πανεπισκόπῳ
См. также в других словарях:
πανεπίσκοπος — all surveying masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανεπίσκοπος — ον, Α αυτός που όλα τά παρατηρεί, τά εξετάζει, παντεποπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπίσκοπος «αυτός που επιτηρεί, φύλακας»] … Dictionary of Greek
πανεπίσκοπον — πανεπίσκοπος all surveying masc/fem acc sg πανεπίσκοπος all surveying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανεπισκόποις — πανεπίσκοπος all surveying masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανεπισκόπῳ — πανεπίσκοπος all surveying masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανεπίσκοπα — πανεπίσκοπος all surveying neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανεπίσκοπε — πανεπίσκοπος all surveying masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
πανεπόψιος — ον, Α αυτός που βλέπει, που παρατηρεί τα πάντα, πανεπίσκοπος*, πανεπόπτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπόψιος «φανερός, επόπτης» (< ἐφορῶ)] … Dictionary of Greek
ԱՄԵՆԱՀԱՅԵԱՑ — ( ) NBH 1 0062 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c, 13c ա. πανεπίσκοπος omnia intuens, omniscius, perspicacissimus Որ ակնարկէ յամենեսին ամենայն յստակութեամբ. ամենատես. ամենատեսուչ. *Հոգի՝ ամենահայեաց. Իմ. ՟Է. 23:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)