-
1 Πάνα
-
2 Πᾶνα
-
3 πάνα
πάνονneut nom /voc /acc plπάνᾱ, πανάωuse up together: pres imperat act 2nd sgπάνᾱ, πανάωuse up together: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
4 πάνα
1) diaper2) nappyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πάνα
-
5 πανάμερον
πανά̱μερον, πανήμεροςmasc /fem acc sg (doric)πανά̱μερον, πανήμεροςneut nom /voc /acc sg (doric) -
6 παναγυρίων
πανᾱγυρίων, πανήγυριςgeneral: fem gen pl (epic doric ionic aeolic) -
7 παναγύριας
πανᾱγύριας, πανήγυριςgeneral: fem acc pl (epic doric ionic aeolic) -
8 παναμέριος
πανᾱμέριος, πανημέριοςmasc nom sg (doric) -
9 πανάγυριν
πανά̱γυριν, πανήγυριςgeneral: fem acc sg (doric) -
10 πανάγυρις
πανά̱γυρις, πανήγυριςgeneral: fem nom sg (doric) -
11 πανάμερος
πανά̱μερος, πανήμεροςmasc /fem nom sg (doric) -
12 πάνασα
πάνᾱσα, πανάωuse up together: aor ind act 1st sg (doric aeolic) -
13 Πάν
Πᾱν the god Pan.1Ματρί, τὰν κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται θαμὰ σεμνὰν θεὸν ἐννύχιαι P. 3.78
ὦ Πάν, Ἀρκαδίας μεδέων καὶ σεμνῶν ἀδύτων φύλαξ, Ματρὸς μεγάλας ὀπαδε, σεμνᾶν Χαρίτων μέλημα τερπνόν fr. 95. ὦ μάκαρ, ὅν τε μεγάλας θεοῦ κύνα παντοδαπὸν καλέοισιν Ὀλύμπιοι (sc. Πάν: v. Comment. Stephani in Aristot., Rhet. 1401̆{a} 31, p. 304, 3 Rabe, cf. Comment. Anonymi, p. 148, 30 Rabe) fr. 96. test., Σ Theocrit., 5. 14b: φησὶ δὲ καὶ Πίνδαρος τῶν ἁλιέων αὐτὸν (= Πᾶνα) φροντίζειν i. e. under his cult title Πὰν ἄκτιος fr. 98. Ael. Aristid., 2. 331 Keil: τὸν Πᾶνα, χορευτὴν τελεώτατον θεῶν ὄντα, ὡς Πίνδαρος τε ὑμνεῖ (verba χορευτὰν θεῶν Pindaro tribuit Schr.) fr. 99. Σ Bern. Verg. Georg., 1. 17: Pana Pindarus e Mercurio et Penelopa in Lycaeo monte editum scribit (timpanaro, Stud. Urbin. (1957), pp. 184sqq.: ex Apolline et Penelopa, codd.) fr. 100. -
14 Παν'
-
15 Πᾶν'
-
16 ἁλιεύς
ἁλιεύς ?1 fisher test., Σ. Theocrit 5. 14b, φησὶ δὲ καὶ Πίνδαρος τῶν ἁλιέων αὐτὸν (= Πᾶνα) φροντίζειν fr. 98. -
17 τέλειος
τέλειος, τέλεος (-ειε; -είᾳ, -έαν, -έαις; -ειον acc.)a = τετελεσμένος, fulfilled τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν ( τέλειον with ἐσλόν τι, Σ.) P. 9.89 λτ;γτ;ενοφῶν τελέαις εὐχωλαῖς ἰανθείς fr. 122. 19.b complete, perfectτελέαν δ' ἔχει δόξαν ἀπ ἀρχᾶς P. 8.24
χορευτὰν τελεώτατον (sc. Πᾶνα) fr. 99.I epith. of ZeusΖεῦ τέλεἰ, αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν O. 13.115
Ζεῦ τέλεἰ P. 1.67
II of Hera, (ἔστι γὰρ αὐτὴ γαμηλία καὶ ζυγία Σ.)Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ N. 10.18
-
18 τέλεος
τέλειος, τέλεος (-ειε; -είᾳ, -έαν, -έαις; -ειον acc.)a = τετελεσμένος, fulfilled τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν ( τέλειον with ἐσλόν τι, Σ.) P. 9.89 λτ;γτ;ενοφῶν τελέαις εὐχωλαῖς ἰανθείς fr. 122. 19.b complete, perfectτελέαν δ' ἔχει δόξαν ἀπ ἀρχᾶς P. 8.24
χορευτὰν τελεώτατον (sc. Πᾶνα) fr. 99.I epith. of ZeusΖεῦ τέλεἰ, αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν O. 13.115
Ζεῦ τέλεἰ P. 1.67
II of Hera, (ἔστι γὰρ αὐτὴ γαμηλία καὶ ζυγία Σ.)Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ N. 10.18
-
19 κυριωνυμικῶς
κῡριωνῠμ-ικῶς, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυριωνυμικῶς
-
20 λογίζομαι
Aἐλογισάμην E.Or. 555
, Th.6.31, etc.: [tense] pf.λελόγισμαι Lys.32.24
,27, D.28.12:—[voice] Pass., v. infr. 111: ([etym.] λόγος):—prop. of numerical calculation, count, reckon,οὐκ ἐπισταμένους λογίζεσθαι Hdt.2.16
;εὗρον λογιζόμενος Id.7.28
, cf. 194, etc.; in full,λ. ψήφοισι Id.2.36
; λόγισαι φαύλως, μὴ ψήφοις ἀλλ' ἀπὸ χειρός calculate roughly, not by rule, but off-hand, Ar.V. 656: c. acc. rei, λ. τοὺς τόκους calculate the interest, Id.Nu.20; τρεῖς μνᾶς ἀναλώσας λογίσασθαι δώδεκα spend 3 minae and set down 12, Id.Pl. 381.2 c. acc. et inf., reckon or calculate that.., λ. μύρια εἶναι [τὰ ἔτεα] Hdt. 2.145;τὰς βλάβας, ἃς ἐλογίζεθ' αὑτῷ γεγενῆσθαι D.21.176
: without acc.,Θηριππίδῃ μισθὸν ἀποδεδωκέναι λ. Id.27.20
.3 λ. τινί τι set down to one's account,οὗτος.. τὸ ἥμισυ τούτοις.. λελόγισται Lys.32.24
, cf. 27; τἀνηλωμέν'.. οὐκ ἐλογιζόμην I did not charge them.., D. 18.113: metaph.,τὰ παραπτώματα λ. τινί 2 Ep.Cor.5.19
.II without reference to numbers, take into account, calculate, consider,ταῦτα Hdt.9.53
, cf. S.Aj. 816, etc.;λ. τὰ ξυμφέροντα Th.1.76
; λ. τι πρός τινας with them, D.5.24; also λ. περί τινος calculate, form calculations about.., Hdt.2.22, X.Mem.4.3.11.2 c. acc. et inf., reckon, consider that..,τὸν ἕτερον [παῖδα] οὐκ εἶναί μοι λ. Hdt.1.38
;τὸν Πᾶνα τῶν ὀκτὼ θεῶν λ. εἶναι Id.2.46
; λ. ὅτι .. or ὡς .., X.HG2.4.28, 6.4.6; ἐλογιζόμην πρὸς ἐμαυτὸν.., ὅτι .. And.1.52, Pl.Ap. 21d: c. acc. et part.,Σμέρδιν μηκέτι ὑμῖν ἐόντα λογίζεσθε Hdt.3.65
: also with inf. omitted, reckon or account so and so,τὸν καθ' ἡμέραν βίον λογίζου σόν [εἶναι], τὰ δ' ἄλλα τῆς τύχης E.Alc. 789
; πολὺν [εἶναι] τὸν κάτω χρόνον ib. 692; ; μίαν ἄμφω τούτω τὼ ἡμέρα λ. count both days as one, X.Cyr.1.2.11.3 c. inf. also, count or reckon upon doing, calculate or expect that..,ἐπισιτιεῖσθαι ἐλογίζοντο Hdt.7.176
; ;λογιζόμενοι ἥξειν ἅμα ἡλίῳ δύνοντι X.An.2.2.13
;λελογισμένοι.. εἰσὶν.. διαζῆν E.IA 922
, cf. Or. 555 (dub. l.); τί λογίζομ'.. προσδοκῶν χάριν παρὰ γυναικὸς κομιεῖσθαι; Men.564.5 conclude by reasoning, infer that.., c. acc. et inf., Pl.Grg. 524b, X.Ages.7.3; λ. ὅτι .. Id.HG6.1.5, cf. Pl.Phd. 62e, al.6 abs.,τοὺς ἐπισταμένους λογίζεσθαι Archyt.3
; ὁ σπουδαῖος λελόγισται ἤδη has finished reasoning, Plot.3.8.6, cf. 4.4.12.III [voice] Pass., mostly [tense] aor. ἐλογίσθην and (less freq.) [tense] pf. λελόγισμαι, also in [tense] pres., part.λογιζόμενον Hdt.3.95
, freq. in later Gr., PPetr.3p.340 (iii B. C.), Ep.Rom.4.5, etc.; χρήματα εἰς ἀργύριον λογισθέντα counted or calculated in silver, X.Cyr.3.1.33;ὁπλῖται ἐλογίσθησαν οὐκ ἐλάττους δισμυρίων Id.HG6.1.19
;οὗτος λογισμὸς λογισθείς Pl.Ti. 34b
;οὐδ' ἐξ ἑνὸς λόγου λελογισμένου Id.Phdr. 246c
; τὸ λελογισμένον, = λογισμός, E.IA 386, Luc.Nigr.Prooem.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογίζομαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πάνα — πάνον neut nom/voc/acc pl πάνᾱ , πανάω use up together pres imperat act 2nd sg πάνᾱ , πανάω use up together imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνα — και πάννα, η 1. μεγάλο κομμάτι λευκού υφάσματος, συν. για την περιτύλιξη βρέφους 2. μεγάλο πανί που χρησιμεύει για το καθάρισμα φούρνου 3. η μούχλα 4. λαϊκή ονομασία τού καταρράκτη, αρρώστιας τών ματιών 5. ο ιστός τής αράχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανί… … Dictionary of Greek
Πᾶνα — Πάν masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάμερον — πανά̱μερον , πανήμερος masc/fem acc sg (doric) πανά̱μερον , πανήμερος neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναγυρίων — πανᾱγυρίων , πανήγυρις general fem gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναγύριας — πανᾱγύριας , πανήγυρις general fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναμέριος — πανᾱμέριος , πανημέριος masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάγυριν — πανά̱γυριν , πανήγυρις general fem acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάγυρις — πανά̱γυρις , πανήγυρις general fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάμερος — πανά̱μερος , πανήμερος masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πᾶν' — Πᾶνα , Πάν masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)