-
1 ανακεκλομενος
-
2 λογιζομαι
(fut. λογίσομαι - атт. λογιοῦμαι)1) считать, пересчитывать(Ἕλληνας Her.)
λ. ψήφοισι Her. — считать с помощью камешков;λ. ἀπὸ χειρός Arph. — считать по пальцам2) высчитывать, исчислять(τοὺς τόκους Arph.)
χρήματα εἰς ἀργύριον λογισθέντα Xen. — ценности в пересчете на серебро3) насчитыватьπεντακισχίλια καὴ μύρια (ἔτεα) λ. εἶναι Her. — считать, что прошло 15000 лет
4) относить к числу, причислять(τὸν Πᾶνα τῶν ὀκτώ θεῶν λ. εἶναι Her.; μετὰ ἀνόμων λογισθῆναι NT.)
5) засчитывать, относить на или ставить в счет(δώδεκα μνᾶς τινι Arph.; ὀκτὼ δραχμὰς τοῖς παισίν Lys.)
6) перечислятьκαθ΄ ἕκαστον πολὺ ἂν εἴη λ. Lys. — было бы долго перечислять (все) в отдельности
7) думать, размышлять(πρὸς ἑαυτόν NT.)
καὴ ταῦτα λογίζου Soph. — теперь подумай об этом8) считать, полагать, быть увереннымΣμέρδιν μηκέτι ἐόντα λογίζεσθε Her. — знайте, что Смердиса больше нет;
εἰς οὐδὲν λογισθῆναι NT. — не иметь никакого значения9) рассчитывать, надеяться(ἥξειν ἄμα ἡλίῳ δύνοντι Xen.)
10) делать вывод, (умо)заключатьἐκ τούτων τῶν λόγων τοιόνδε τι λογίζομαι συμβαίνειν Plat. — из этих речей выходит, по-моему, вот что;
τὸ λελογισμένον Luc. — рассуждение
См. также в других словарях:
πάνα — πάνον neut nom/voc/acc pl πάνᾱ , πανάω use up together pres imperat act 2nd sg πάνᾱ , πανάω use up together imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνα — και πάννα, η 1. μεγάλο κομμάτι λευκού υφάσματος, συν. για την περιτύλιξη βρέφους 2. μεγάλο πανί που χρησιμεύει για το καθάρισμα φούρνου 3. η μούχλα 4. λαϊκή ονομασία τού καταρράκτη, αρρώστιας τών ματιών 5. ο ιστός τής αράχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανί… … Dictionary of Greek
Πᾶνα — Πάν masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάμερον — πανά̱μερον , πανήμερος masc/fem acc sg (doric) πανά̱μερον , πανήμερος neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναγυρίων — πανᾱγυρίων , πανήγυρις general fem gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναγύριας — πανᾱγύριας , πανήγυρις general fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναμέριος — πανᾱμέριος , πανημέριος masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάγυριν — πανά̱γυριν , πανήγυρις general fem acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάγυρις — πανά̱γυρις , πανήγυρις general fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάμερος — πανά̱μερος , πανήμερος masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πᾶν' — Πᾶνα , Πάν masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)