-
1 παχυτης
1) толщина(τοῦ δέρματος Her.)
2) тучность, грузность(τοῦ ἐλάφου Arst.)
3) густота(τῶν τριχῶν Arst.)
4) плотность(γάλακτος Arst.)
5) тупость, невежественность(π. γραμματική Sext.)
-
2 παχύτης
-
3 προσθετος
2 и 3[adj. verb. к προστίθημι См. προστιθημι]1) приставной, съемный(πτέρυγες Xen.)
2) накладной, искусственный, фальшивый(κόμαι Xen., Luc.; παχύτης Luc.)
3) ( о неплатежеспособном должнике) переданный в качестве раба (кредитору) Plut.
См. также в других словарях:
παχύτης — thickness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύτης — (pachyta). Γένος εντόμων της οικογένειας των κεραμβυκιδών. Πρόκειται για μεγάλου ή μετρίου μεγέθους έντομα, που ζουν στις ορεινές περιοχές του Bορείου Hμισφαιρίου. Το αξιολογότερο είδος είναι η π. η τετρακήλιδη, μεγάλου σχετικώς μεγέθους, με… … Dictionary of Greek
παχύτησιν — παχύτης thickness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύτητα — παχύτης thickness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύτητας — παχύτης thickness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύτητες — παχύτης thickness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύτητι — παχύτης thickness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύτητος — παχύτης thickness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 … Dictionary of Greek
παχύτητα — η / παχύτης, ητος, ΝΜΑ [παχύς] (για πρόσ. και ζώα) παχυσαρκία, ευσαρκία, πάχος νεοελλ. αρχ. 1. το πάχος ενός πράγματος, ο όγκος, το χόντρος 2. (για υγρά) πυκνότητα, η παχιά σύσταση, το παχύρρευστο 3. μτφ. η νωθρότητα στο πνεύμα, ηλιθιότητα, μωρία … Dictionary of Greek
ԹԱՆՁՐԱՄՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0796 Chronological Sequence: Early classical, 11c, 12c, 13c գ. παχύτης crassitudo (mentis), ruditas Թանձրամիտն գոլ. տխմարութիւն. *Մի՛տ դիր թանձրամտութեան առնն ... երեւելի իրաց իմն կարօտանան թանձրամիտք: Թանձրամտութիւն եւ տկարութիւն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)