Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(κόμαι

См. также в других словарях:

  • κόμαι — κόμη hair of the head fem nom/voc pl κόμᾱͅ , κόμη hair of the head fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμᾳ — κόμαι , κόμη hair of the head fem nom/voc pl κόμᾱͅ , κόμη hair of the head fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι …   Dictionary of Greek

  • κατατάκομαι — κατατά̱κομαι , κατατήκω melt pres ind mp 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατερύκομαι — κατερύ̱κομαι , κατερυκάνω pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάκομαι — τά̱κομαι , τήκω melt pres ind mp 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρύκομαι — ἐρύ̱κομαι , ἐρύκω keep in pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»