Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πόρπακας

См. также в других словарях:

  • πόρπακας — πόρπᾱκας , πόρπαξ handle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρπαξ — ακος, ο, ΝΑ 1. νεοελλ. στρ. μεταλλικός κρίκος τών παλαιών πυροβόλων που χρησίμευε για τη στερέωση τού σωλήνα τού πυροβόλου στο σαμάρι τού ζώου που τόν μετέφερε, αλλ. πόρπη 2. η λαβή τής ασπίδας, κρίκος ή λουρί προσαρμοσμένο στην ασπίδα («ἴσχε διά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»