Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πήλυι

См. также в других словарях:

  • πήλυι — Α (αιολ. τ.) βλ. τηλοῡ …   Dictionary of Greek

  • πάλαι — (ΑΜ πάλαι) επιρρ. 1. προ πολλού, κατά τον παλαιό καιρό («μέμνημαι τόδε ἔργον ἐγὼ πάλαι, οὔ τι νέον γε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «πάλαι ποτέ» μια φορά κι έναν καιρό, κάποτε («πάλαι ποτ ἧσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι», Αριστοφ.) αρχ. 1. μόλις προ ολίγου, μόλις τώρα …   Dictionary of Greek

  • τήλε — Α επίρρ. 1. μακριά (α. «τῆλε πρὸς δυσμάς», Αισχύλ. β. «θέων δ ἐκίχανεν ἑταίρους ὦκα μάλ , οὔ πω τῆλε, ποσὶ κραιπνοῑσι μετασπών», Ομ. Ιλ.) 2. σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο (α. «τῆλε πάτρας», Πίνδ. β. «τῆλε φίλων καὶ πατρίδος αἴης», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • τηλού — και τῆλυ και αιολ. τ. πήλοι και πήλυι Α επίρρ. 1. μακριά, σε μακρινό τόπο, στα ξένα («τηλοῡ ἐπ Ἀλφειῷ», Ομ. Ιλ.) 2. χρον. από πολύ παλιά («οὐ γάρ σε... ἀρχεύοντα νέον γεινώσκομεν ἀλλ ἔτι τηλοῡ», Επίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε + επιρρμ. κατάλ οῦ (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • kʷel-2 —     kʷel 2     English meaning: far (with regard to place and time)     Material: O.Ind. caramá “the letzte, äußerste”, cirás “long (temporal)”, Gk. τῆλε, Eol. πήλυι “afar, wide” (τηλό θεν, θι, σε), πάλαι “längst” (παλαιός “old”, παλαίτερος,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»