Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δακρυοπετής

См. также в других словарях:

  • δακρυοπετής — δακρυοπετής, ές (Α) αυτός που προκαλεί δάκρυα, που κάνει τα δάκρυα να πέφτουν απ τα μάτια («πάθεα... βαρέα δακρυοπετῆ», Αισχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ(ον) + πετής < πίπτω] …   Dictionary of Greek

  • δακρυοπετῆ — δακρυοπετής making tears fall neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δακρυοπετής making tears fall masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δακρυοπετής making tears fall masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»