Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

διοπετής

См. также в других словарях:

  • διοπετής — διοπετής, ές (Α) 1. διιπετής, αυτός που έπεσε από τον Δία 2. (για ποταμούς) αυτός που διογκώνεται, που φουσκώνει από τα νερά τής βροχής. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διιπετής] …   Dictionary of Greek

  • Διοπετής — that fell from Zeus masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διοπετῆ — Διοπετής that fell from Zeus neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) Διοπετής that fell from Zeus masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) Διοπετής that fell from Zeus masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διοπετεῖ — Διοπετής that fell from Zeus masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) Διοπετής that fell from Zeus masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διοπετεῖς — Διοπετής that fell from Zeus masc/fem acc pl Διοπετής that fell from Zeus masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διοπετές — Διοπετής that fell from Zeus masc/fem voc sg Διοπετής that fell from Zeus neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διοπετοῦς — Διοπετής that fell from Zeus masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διοπετῶν — Διοπετής that fell from Zeus masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДИВ — дива, в восточнославянской мифологии персонаж. Упомянут в средневековых «Словах» поучениях против язычества (в форме «дива») и дважды в «Слове о полку Игореве»: приурочен к верху дерева («Дивъ кличетъ връху древа») и спускается вниз («уже връжеся …   Энциклопедия мифологии

  • διιπετής — διιπετής, ές (Α) 1. αυτός που έπεσε από τον Δία, δηλ. από τον ουρανό, ουρανοκατέβατος 2. (για ποταμούς, ανέμους κ.λπ.) ορμητικός 3. αυτός που βρίσκεται σε συνεχή ροή 4. θεϊκός, λαμπρός, αστραφτερός 5. φρ. «διιπετεῑς οἰωνοί» οιωνοί που πετούν προς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»