Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πέτηλα

См. также в других словарях:

  • πέτηλα — πέταλος neut nom/voc/acc pl (ionic) πέτηλον leaf neut nom/voc/acc pl πέτηλος outspread neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετήλας — πετήλᾱς , πέταλος fem acc pl (ionic) πετήλᾱς , πέταλος fem gen sg (doric ionic aeolic) πετήλᾱς , πέτηλος outspread fem acc pl πετήλᾱς , πέτηλος outspread fem gen sg (doric aeolic) πετήλᾱς , πετήλη palm fem acc pl πετήλᾱς , πετήλη palm fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυνιόεις — κορυνιόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που μοιάζει με κορύνη, ροπαλοειδής («κορυνιόεντα πέτηλα», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. παρλλ. τ. τού κορωνιόεις] …   Dictionary of Greek

  • κορωνιώ — κορωνιῶ, άω (Α) [κορωνίης] 1. κυρτώνομαι («κορωνιόωντα πέτηλα», Ησίοδ.) 2. (για άλογο) κάμπτω τον τράχηλο 3. (για πρόσ.) υπερηφανεύομαι, καμαρώνω («ἐκορωνία καὶ παρετρίβετο πρὸς τοὺς ἐπιφανεῑς ἄνδρας», Πολ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»