Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πέμπελος

См. также в других словарях:

  • πέμπελος — aged masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμπελος — η, ο / πέμπελος, ον, ΜΑ γηραλέος, υπέργηρος αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «πέμπελον στωμύλον. λάλον. οἱ δὲ λίαν γηραλέον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. με το ρ. πέμπω και η ερμηνεία τού Γαληνού «παρὰ τὸ ἐκπέμπεσθαι εἰς Ἄιδου πομπήν»… …   Dictionary of Greek

  • πέμπελον — πέμπελος aged masc/fem acc sg πέμπελος aged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεμπέλου — πέμπελος aged masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεμπέλων — πέμπελος aged masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεμπέλῳ — πέμπελος aged masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμπελα — πέμπελος aged neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπέμπελος — ον, ΜΑ τρεις φορές πεμπελος*, παλίμπαις, τελείως ξεμωραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + πέμπελος «γηραλέος, υπέργηρος»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»