-
1 τρι-πέμπελος
τρι-πέμπελος, sehr alt, vor hohem Alter kindisch, Plut. adv. Stoic. 26.
-
2 τριπέμπελος
τρι-πέμπελος, ον,A childish from age, Plu.2.1071c: cf. πέμπελος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριπέμπελος
-
3 τριπέμπελος
τρι-πέμπελος, sehr alt, vor hohem Alter kindisch -
4 τριπεμπελος
См. также в других словарях:
τριπέμπελος — ον, ΜΑ τρεις φορές πεμπελος*, παλίμπαις, τελείως ξεμωραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + πέμπελος «γηραλέος, υπέργηρος»] … Dictionary of Greek