-
1 στωμύλον
στωμύλοςwordy: masc acc sgστωμύλοςwordy: neut nom /voc /acc sgστωμύλοςwordy: masc /fem acc sgστωμύλοςwordy: neut nom /voc /acc sg -
2 στώμυλον
στώμῡλον, στωμύλλωto be talkative: aor imperat act 2nd sg -
3 στωμοδόκον
στωμοδόκον· στωμύλον, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στωμοδόκον
-
4 πέμπελος
Grammatical information: adj.Meaning: `old, old man' (Lyc. 682, 826). Glossed by Gal. 6, 380 παρὰ τὸ ἐκπέμπεσθαι εἰς ῝Αιδου πομπήν, id. in Sauidas. Hsch. gives στωμύλον, λάλον, οἱ δε λίαν γηραλέον.Origin: XX [etym. unknown]Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πέμπελος
См. также в других словарях:
στωμύλον — στωμύλος wordy masc acc sg στωμύλος wordy neut nom/voc/acc sg στωμύλος wordy masc/fem acc sg στωμύλος wordy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στώμυλον — στώμῡλον , στωμύλλω to be talkative aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέμπελος — η, ο / πέμπελος, ον, ΜΑ γηραλέος, υπέργηρος αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «πέμπελον στωμύλον. λάλον. οἱ δὲ λίαν γηραλέον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. με το ρ. πέμπω και η ερμηνεία τού Γαληνού «παρὰ τὸ ἐκπέμπεσθαι εἰς Ἄιδου πομπήν»… … Dictionary of Greek
στωμοδόκον — Α (κατά τον Ησύχ.) «στωμύλον». [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τού ορθού στομοδόκος*, πιθ. κατ επίδραση τού στωμύλος] … Dictionary of Greek