-
1 ανδραγαθία
ἀνδραγαθίᾱ, ἀνδραγαθίαbravery: fem nom /voc /acc dualἀνδραγαθίᾱ, ἀνδραγαθίαbravery: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀνδραγαθίαι, ἀνδραγαθίαbravery: fem nom /voc plἀνδραγαθίᾱͅ, ἀνδραγαθίαbravery: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ανδραγαθια
ион. ἀνδρᾰγᾰθίη ἥ1) мужество, доблесть Her., Thuc., Xen., Arph., Polyb., Plut.2) добродетель, честность, порядочность Thuc., Xen., Dem.3) мужественный поступок, подвиг Plut. -
3 ανδραγαθία
η1) храбрость, доблесть, мужество; 2) подвиг;κάνω ανδραγαθία — совершать подвиг
-
4 ἀνδραγαθία
Βλ. λ. ανδραγαθία -
5 ἀνδραγαθίᾳ
Βλ. λ. ανδραγαθία -
6 ἀνδραγαθία
-ας ἡ N 1 0-0-0-1-6=7 Est 10,2; 1 Mc 5,56; 8,2; 9,22; 10,15bravery, manly virtue, heroism Est 10,2; ἀνδραγαθίαι manly acts 1 Mc 5,56 -
7 ἀνδραγαθία
A bravery, manly virtue, Hdt.1.99, 136, al., Th.2.42; the character of an upright man, Ar.Pl. 191, Phryn.Com.1;ἀνδραγαθίας ἑνεκα στεφχνοῦσθαι Hyp.Lyc.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδραγαθία
-
8 ἀνδραγαθία
ἀνδρ-αγαθία, das Bravsein, Tapferkeit; übh. Tugend, Rechtschaffenheit -
9 ανδραγαθίας
ἀνδραγαθίᾱς, ἀνδραγαθίαbravery: fem acc plἀνδραγαθίᾱς, ἀνδραγαθίαbravery: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 ἀνδραγαθίας
ἀνδραγαθίᾱς, ἀνδραγαθίαbravery: fem acc plἀνδραγαθίᾱς, ἀνδραγαθίαbravery: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 ανδραγαθίαι
ἀνδραγαθίαbravery: fem nom /voc plἀνδραγαθίᾱͅ, ἀνδραγαθίαbravery: fem dat sg (attic doric aeolic) -
12 ἀνδραγαθίαι
ἀνδραγαθίαbravery: fem nom /voc plἀνδραγαθίᾱͅ, ἀνδραγαθίαbravery: fem dat sg (attic doric aeolic) -
13 ανδραγαθίαν
-
14 ἀνδραγαθίαν
-
15 προ-κηρύσσω
προ-κηρύσσω, att. - ττω, vorher od. öffentlich durch den Herold ausrufen; ᾔσϑετ' ἀνδρὸς ὀρϑίων κηρυγμάτων δρόμον προκηρύξαντος, Soph. El. 674; Ant. 457; Isae. 6, 37 u. sonst bei Rednern; ἀγοράν, Ael. V. H. 4, 1; προκηρύξας αὐτοῖς στεφάνους ἐπ' ἀνδραγαϑίᾳ, Pol. 5, 60, 3.
-
16 отвага
отвагаж ἡ ἀνδρεία, ἡ γενναιότης, ἡ ἀνδραγαθία, ἡ παλληκαριά. -
17 ανδραγαθιών
-
18 ἀνδραγαθιῶν
-
19 ανδραγαθίαις
-
20 ἀνδραγαθίαις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀνδραγαθία — ἀνδραγαθίᾱ , ἀνδραγαθία bravery fem nom/voc/acc dual ἀνδραγαθίᾱ , ἀνδραγαθία bravery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθίᾳ — ἀνδραγαθίαι , ἀνδραγαθία bravery fem nom/voc pl ἀνδραγαθίᾱͅ , ἀνδραγαθία bravery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανδραγαθία — η (AM ἀνδραγαθία) γενναιότητα, παληκαριά, ηρωισμός νεοελλ. μσν. ανδραγάθημα, κατόρθωμα αρχ. γενναιότητα και τιμιότητα μαζί, ο χαρακτήρας του τέλειου άντρα … Dictionary of Greek
ανδραγαθία — η 1. παλικαριά: Προβιβάστηκε για ανδραγαθία. 2. ηρωικό κατόρθωμα: Οι περισσότερες από τις ανδραγαθίες του ήταν φανταστικές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνδραγαθίας — ἀνδραγαθίᾱς , ἀνδραγαθία bravery fem acc pl ἀνδραγαθίᾱς , ἀνδραγαθία bravery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθίαι — ἀνδραγαθία bravery fem nom/voc pl ἀνδραγαθίᾱͅ , ἀνδραγαθία bravery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθίαν — ἀνδραγαθίᾱν , ἀνδραγαθία bravery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθιῶν — ἀνδραγαθία bravery fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθίαις — ἀνδραγαθία bravery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθίη — ἀνδραγαθία bravery fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθίην — ἀνδραγαθία bravery fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)