-
1 πατραδελφεια
-
2 πατραδέλφεια
πατρ-ᾰδέλφεια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατραδέλφεια
-
3 πατραδέλφειαν
πατραδέλφειαcousin by the father's side: fem acc sg -
4 πατρ-αδελφία
πατρ-αδελφία, ἡ, Verwandtschaft durch die Geschwister des Vaters, Vaters Bruder- oder Schwesterkinder, v. l. bei Aesch. für πατραδελφεία.
См. также в других словарях:
πατραδέλφεια — ἡ, Α η συγγενική σχέση από τον αδελφό τού πατέρα, η συγγένεια μεταξύ τών παιδιών δύο αδελφών, ξαδερφοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, τρός + αδέλφεια (< άδελφος < ἀδελφός)] … Dictionary of Greek
πατραδέλφειαν — πατραδέλφεια cousin by the father s side fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… … Dictionary of Greek