Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πάροικος

См. также в других словарях:

  • πάροικος — dwelling beside masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάροικος — Καθημερινή ελληνική εφημερίδα με έδρα το Κάιρο. Ιδρύθηκε από τον Ν. Ποτήρη. Το πρώτο φύλλο του κυκλοφόρησε στις 18 Απριλίου 1953 και το τελευταίο του στις 24 Ιανουαρίου 1961. * * * ο / πάροικος, ον, ΝΜΑ ως ουσ. αυτός που διαμένει μόνιμα σε ξένη… …   Dictionary of Greek

  • πάροικος — ο ξένος κάτοικος ενός κράτους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάροικον — πάροικος dwelling beside masc/fem acc sg πάροικος dwelling beside neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροίκοις — πάροικος dwelling beside masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροίκου — πάροικος dwelling beside masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροίκους — πάροικος dwelling beside masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροίκων — πάροικος dwelling beside masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροίκῳ — πάροικος dwelling beside masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάροικε — πάροικος dwelling beside masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάροικοι — πάροικος dwelling beside masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»