Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πάρεγγυς

См. также в других словарях:

  • πάρεγγυς — near at hand indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρεγγυς — Α επίρρ. 1. τοπ. πολύ κοντά («ἐν τοῑς πάρεγγυς τόποις», Αριστοτ.) 2. χρον. σε πολύ μικρό διάστημα χρόνου («ἐὰν ἡ ἑτέρα ὀχεία τῆς ἑτέρας γένηται πάρεγγυς», Αριστοτ.) 3. (για ομοιότητα) περίπου, σχεδόν («ἡ δὲ Κρητική πολιτεία πάρεγγυς μέν ἐστι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»