-
1 παρεγγυς
Iadv.1) близко, в непосредственной близости(ἐν τοῖς π. τόποις Arst.)
2) весьма сходно(γενέσθαι Arst.)
IIв знач. praep. cum gen.1) близ(τινος Arst.)
2) сходно с(τῆς πολιτείας Arst.)
См. также в других словарях:
πάρεγγυς — near at hand indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρεγγυς — Α επίρρ. 1. τοπ. πολύ κοντά («ἐν τοῑς πάρεγγυς τόποις», Αριστοτ.) 2. χρον. σε πολύ μικρό διάστημα χρόνου («ἐὰν ἡ ἑτέρα ὀχεία τῆς ἑτέρας γένηται πάρεγγυς», Αριστοτ.) 3. (για ομοιότητα) περίπου, σχεδόν («ἡ δὲ Κρητική πολιτεία πάρεγγυς μέν ἐστι… … Dictionary of Greek