-
1 παρεγγυς
Iadv.1) близко, в непосредственной близости(ἐν τοῖς π. τόποις Arst.)
2) весьма сходно(γενέσθαι Arst.)
IIв знач. praep. cum gen.1) близ(τινος Arst.)
2) сходно с(τῆς πολιτείας Arst.)
-
2 πάρεγγυς
πάρεγγυςnear at hand: indeclform (adverb) -
3 πάρεγγυς
πάρεγγῠς, Adv.2 of Time, near, λίαν π. εἶναι, i. e. in age, Id.Pol. 1335a1 ; π. τινός following closely on.., Id.GA 773b9.3 nearly alike,π. γενέσθαι Id.Metaph. 1040b11
;τὸ π. τῆς λέξεως Id.SE 167a5
; π. ταύτης (sc. τῆς πολιτείας) nearly resembling it, Id.Pol. 1271b20, cf. Thphr.CP 6.17.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάρεγγυς
-
4 πάρεγγυς
См. также в других словарях:
πάρεγγυς — near at hand indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρεγγυς — Α επίρρ. 1. τοπ. πολύ κοντά («ἐν τοῑς πάρεγγυς τόποις», Αριστοτ.) 2. χρον. σε πολύ μικρό διάστημα χρόνου («ἐὰν ἡ ἑτέρα ὀχεία τῆς ἑτέρας γένηται πάρεγγυς», Αριστοτ.) 3. (για ομοιότητα) περίπου, σχεδόν («ἡ δὲ Κρητική πολιτεία πάρεγγυς μέν ἐστι… … Dictionary of Greek