-
1 παπάς
παπᾶ̱ς, παπάωhandle: pres ind act 2nd sg (doric)——————παπάωhandle: pres subj act 2nd sgπαπάωhandle: pres ind act 2nd sg (epic) -
2 πάπας
-
3 παπᾶς
Βλ. λ. παπάς -
4 παπᾷς
Βλ. λ. παπάς -
5 πάπας
πάπᾱς, παπάωhandle: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
6 παπάς
priestΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > παπάς
-
7 Πάπας
PopeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > Πάπας
-
8 πάππας
A papa, child's word for father; mostly in voc.,πάππᾰ φίλε Od.6.57
;χαῖρε π. φίλτατε Philem.42
: in acc., πάππαν , Ec. 645:—nom. [full] πάπας, Corn.ND25, PGiss.80.3 (ii A. D.); acc.πάπαν BMus.Inscr.918
(Halic.); dat.πάπᾳ Epicur. Herc.176p.49V.
(Syracusan, acc. to Eust.565.17, but [full] πᾶς (which should prob. be [full] πᾶ, for Eust. adds ὥσπερ καὶ μᾶ μήτηρ) is Syrac. acc. to EM651.7). -
9 πάππᾰ
Grammatical information: m.Meaning: Voc. `papa!' (ζ 57 a.o.)Other forms: Acc. - ᾰν ( πάππαν καλεῖν Ar.).Compounds: Compp., e.g. πρό-παππος `great-grandfather, proavus' (Att.), ἐπί-παππος `great-grandfather, abavus, forebear in general.' (Jul., Lib., Poll.); cf. Schwyzer 435, Schw.-Debr. 473, 505, Risch IF 59, 16 f. Deriv.: παππ-ῳ̃ος `belonging to πάππος' (Ar.), - ικός `id.' (Pap. IIp), - ώδης `fluffy' (Thphr.).Derivatives: Denom. vbs παππ-άζω (Ε 408, Q. S.), - ίζω (Ar.) `to say papa, to call papa' with - ασμός m. `saying papa' (Suid.); hypocoristic enlargements παππ-ίᾱ, - ίδιον (Ar.). With inflexion carried through πάπας, - αν, -ᾳ (hell.). -- πάππος m. `grandfather, ancestor' (IA.), metaph. `(grey) down on seeds' (S. Fr. 868, Thphr.), `down of beard' (Ruf. Med.), name of an unknown bird (Ael., H.; cf. Thompson Birds s.v.).Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]Etymology: Reduplicated childrens word; cf. μάμμη w. lit.Page in Frisk: 2,471-472Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πάππᾰ
См. также в других словарях:
παπάς — I Επώνυμο δύο Ελλήνων λογίων. 1. Άνθιμος. Λόγιος του 19ου αι. Καταγόταν από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Δίδαξε στην ελληνική σχολή του Νουσάτζ της Ουγγαρίας (1806 10) και σε εκείνην της Βουδαπέστης από το 1811. Στην τελευταία αυτή πόλη κυκλοφόρησε… … Dictionary of Greek
πάπας — I Επώνυμο δύο Ελλήνων λογίων. 1. Άνθιμος. Λόγιος του 19ου αι. Καταγόταν από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Δίδαξε στην ελληνική σχολή του Νουσάτζ της Ουγγαρίας (1806 10) και σε εκείνην της Βουδαπέστης από το 1811. Στην τελευταία αυτή πόλη κυκλοφόρησε… … Dictionary of Greek
πάπας — ο ο αρχηγός της Δυτικής Εκκλησίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παπάς — ο 1. ο ιερέας, ο πρεσβύτερος. 2. χαρτί της τράπουλας, αλλ. ρήγας. 3. μέθοδος κλοπής και απάτης με τρία τραπουλόχαρτα. Ο παίχτης του παιχνιδιού αυτού λέγεται παπατζής: Τον ξεγύμνωσαν με τη μέθοδο του παπά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παπᾶς — παπᾶ̱ς , παπάω handle pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παπᾷς — παπάω handle pres subj act 2nd sg παπάω handle pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάπας — πάπᾱς , παπάω handle imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παπάς, Ανδρέας — Αγωνιστής της Επανάστασης. Καταγόταν από την Ηλεία, αλλά είχε εγκατασταθεί στην Άμφισσα. Συμπολέμησε με τον Πανουριά στη μάχη των Θερμοπυλών και κλείστηκε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στο Χάνι της Γραβιάς. Κατόρθωσε να σωθεί και συνέχισε τον Αγώνα.… … Dictionary of Greek
Παπάς, Εμμανουήλ — (Δοβίστα 1772 – Ύδρα 1821). Έμπορος και πατριώτης από τη Δοβίστα (σημερινό Παπά) των Σερρών, μέλος της Φιλικής Εταρείας και πρωτεργάτης της επανάστασης της Χαλκιδικής και του Αγίου Όρους κατά το 1821 Στις αρχές ήδη του 19ου αι. έχει αποκτήσει… … Dictionary of Greek
αντίπαπας — Πάπας που δεν έχει αναγνωριστεί από την Καθολική Εκκλησία και του οποίου η εκλογή προκάλεσε σχίσμα στους κόλπους της. Ο αριθμός τους είναι αβέβαιος, μπορεί όμως να θεωρηθεί ότι φτάνουν περίπου τους σαράντα. Στους πρώτους μεσαιωνικούς χρόνους οι α … Dictionary of Greek
ξυστός — Πάπας της Ρώμης. Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αθήνα. Ήταν πολύ μορφωμένος και έγινε πάπας Ρώμης με το όνομα Σίξτος B’ (257 – 258). Αναφέρεται ότι μαρτύρησε στις 6 Αυγούστου επί Δεκίου (249 –… … Dictionary of Greek