-
1 πάντοτε
-
2 παντοτε
adv. всегда, постоянно Men., Arst. etc. -
3 πάντοτε
πάντοτε всякий раз, всегда -
4 πάντοτε
πάντοτεalways: indeclform (adverb) -
5 πάντοτε
πάντοτε, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάντοτε
-
6 πάντοτε
πάντοτε, zu aller Zeit, immer -
7 πάντοτε
πάντοτε adv. (on the formation Schwyzer I 629) of time (Hellenist. and Mod. Gk.; Dionys. Hal.+; Peripl. Eryth. 29; Epict., Ench. 14, 1; Dio Chrys. 15 [32], 37; Herodian 3, 9, 8; Artem. 4, 20; Plut.; Athen.; Diog. L.; OGI 458, 76 [I B.C.], SIG 814, 37 [67 A.D.]; BGU 1123, 8 [I B.C.]; PGiss 17, 4; 72, 11 [II A.D.]; Wsd 11:21; 19:18; TestSol, Test12Patr; JosAs 7:6; SyrBar 12:2; Jos., Bell. 3, 42; Just., D. 49, 7; 93, 4; Ath., R. 1 p. 49, 1 al.—The Atticists preferred ἑκάστοτε, διαπαντός, or ἀεί [Phryn. 103 Lob.]) always, at all times Mt 26:11ab; Mk 14:7ab; Lk 15:31; 18:1; J 6:34; 7:6 (seven times in J); Ro 1:10; 1 Cor 1:4; 15:58; 2 Cor 2:14 (27 times in Paul); Hb 7:25 (not found in Ac and Cath. Epistles; B-D-F §105; cp. Rob. 300); Dg 11:4; IEph 4:2; Hv 1, 1, 7 (24 times in Hermas).—B. 984. DELG s.v. πᾶς. 35–41. M-M. -
8 Πάντοτε
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Πάντοτε
-
9 πάντοτε
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πάντοτε
-
10 πάντοτέ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πάντοτέ
-
11 πάντοτε
{нареч., 42}всегда, постоянно, непрестанно.Ссылки: Мф. 26:11; Мк. 14:7; Лк. 15:31; 18:1; Ин. 6:34; 7:6; 8:29; 11:42; 12:8; 18:20; Рим. 1:9; 1Кор. 1:4; 15:58; 2Кор. 2:14; 4:10; 5:6; 9:8; Гал. 4:18; Еф. 5:20; Флп. 1:4, 20; 2:12; 4:4; Кол. 1:3; 4:6, 12; 1Фес. 1:2; 2:16; 3:6; 4:17; 5:15, 16; 2Фес. 1:3, 11; 2:13; 2Тим. 3:7; Флм. 1:4; Евр. 7:25.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πάντοτε
-
12 πάντοτε
{нареч., 42}всегда, постоянно, непрестанно.Ссылки: Мф. 26:11; Мк. 14:7; Лк. 15:31; 18:1; Ин. 6:34; 7:6; 8:29; 11:42; 12:8; 18:20; Рим. 1:9; 1Кор. 1:4; 15:58; 2Кор. 2:14; 4:10; 5:6; 9:8; Гал. 4:18; Еф. 5:20; Флп. 1:4, 20; 2:12; 4:4; Кол. 1:3; 4:6, 12; 1Фес. 1:2; 2:16; 3:6; 4:17; 5:15, 16; 2Фес. 1:3, 11; 2:13; 2Тим. 3:7; Флм. 1:4; Евр. 7:25.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πάντοτε
-
13 πάντοτε
επίρρ. см. πάντα -
14 πάντοτε
всегда, постоянно, непрестанно.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πάντοτε
-
15 πάντοτε
+ D 0-0-0-0-2=2 Wis 11,21; 19,18always, at all timesCf. SHIPP 1979, 438-439 -
16 πάντοτε
alwaysΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πάντοτε
-
17 Συντεχνίτης συντεχνίτη πάντοτε τον κακοβλέπει
– Συντεχνίτης συντεχνίτη πάντοτε τον κακοβλέπει• Поп попу добра не пожелает ( о конкурентах)Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Συντεχνίτης συντεχνίτη πάντοτε τον κακοβλέπει
-
18 πάντοτ'
πάντοτε, πάντοτεalways: indeclform (adverb) -
19 πάντοθ'
πάντοθε, πάντοθενfrom all quarters: indeclform (adverb)πάντοθι, πάντοθιeverywhere: indeclform (adverb)πάντοτε, πάντοτεalways: indeclform (adverb) -
20 συμβαδίζω
αμετ.1) идти вместе (тж. перен.); сопровождать;συμβαδίζω με την εποχή μου — идти в ногу со -своей эпохой;
2) гармонировать;3) перен. сопутствовать;ο πλούτος δεν συμβαδίζει πάντοτε με την ευτυχία — не в богатстве счастье
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πάντοτε — και πάντα (επίρρ. χρον.) 1. συνέχεια, διαρκώς κατά το παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον: Πάντοτε θα θυμάμαι το καλό που μου έκανες. 2. σε κάθε περίπτωση: Όσα κι αν ξέραμε, πάντοτε υπάρχει κάτι που πρέπει να μάθουμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πάντοτε — always indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάντοτε — και πάντοτες / πάντοτε, Μ και πάμποτε, ΝΜΑ επίρρ. σε κάθε στιγμή, συνεχώς, αδιαλείπτως («πάντοτε δὸς ἡμῑν τὸν ἄρτον τοῡτον», ΚΔ) νεοελλ. σε οποιαδήποτε περίσταση, σε οποιαδήποτε στιγμή («θα είμαι πάντοτε στη διάθεση σας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς,… … Dictionary of Greek
πάντοτ' — πάντοτε , πάντοτε always indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek