Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πάντοτέ

  • 1 всегда

    всегда πάντοτε, πάντα
    * * *
    πάντοτε, πάντα

    Русско-греческий словарь > всегда

  • 2 бывать

    ρ.δ.
    1. είμαι, υπάρχω, υφίσταμαι•

    всегда так будет, как -ло πάντοτε έτσι θα είναι, όπως ήταν.

    2. συμβαίνω, γίνομαι, λαβαίνω χώρα•

    таких вещей не -ют τέτοια πράγματα δε συμβαίνουν.

    3. βρίσκομαι, είμαι•

    вечером я всегда -ю дома τα βράδια πάντοτε βρίσκομαι στο σπίτι.

    4. (συνδετικό ρήμα στο περιφραστικό κατηγόρημα)•

    -ет жаль, что...είναι κρίμα ότι...

    5. επισκέπτομαι• συχνάζω•

    он у нас часто -ет αυτός συχνά μας επισκέπτεται.

    (απρόσ.) συμβαίνει.
    εκφρ.
    как не -ло – σα να μην ήταν ή υπήρχε (εξαφανίστηκε τελείως, έγινε άφαντος)•
    как йи в чем не -ло – σα να μη συνέβαινε τίποτε•
    ничего не -лоπαλ. βλ. στη λ. ничуть.

    Большой русско-греческий словарь > бывать

  • 3 вечно

    επίρ.
    1. αιώνια, -ως.
    2. πάντοτε, συνεχώς, διαρκώς•

    он вечно недоволен αυτός πάντοτε είναι δυσαρεστημένος.

    Большой русско-греческий словарь > вечно

  • 4 вообще

    επίρ.
    1. γενικά, -ώς, εν γένει• κατά γενικόν κανόνα•

    вообще это верно, но в частности бывают исключения γενικά αυτό είναι σωστό,ό-• μως υπάρχουν και εξαιρέσεις.

    || κανονικά•

    вообще-то он прав κανονικά αυτός έχει δίκιο.

    2. πάντοτε, πάντα•

    вообще он такой, не только сейчас πάντοτε τέτοιος ήταν, όχι μόνο τώρα.

    || τελείως, εντελώς• καθόλου•

    я вообще сегодня не пойду гулять εγώ σήμερα καθόλου δε θα πάω περίπατο.

    εκφρ.
    вообще говоря ή сказать – μιλώντας γενικά.

    Большой русско-греческий словарь > вообще

  • 5 всё

    επίρ.
    1. πάντοτε, παντοτινά, πάντα, διαρκώς, όλον τον καιρό•

    он всё занят αυτός πάντοτε είναι απασχολημένος.

    2. μέχρι τώρα, και τώρα•

    он всё ещё болен και τώρα ακόμα άρρωστος είναι.

    3. μόνο, αποκλειστικά• ακριβώς•

    это всё вы виноваты για όλα φταίτε μόνο εσείς.

    4. όλο και, επί μάλλον και μάλλον•

    погода всё лучше и лучше ο καιρός όλο και καλυτερεύει•

    всё более и более όλο και πιο πολύ.

    5. όμως, εν τούτοις, αλλά•

    как ни старается всё не выходит προσπαθεί πάρα πολύ, όμως δε βγαίνει τίποτε (άκαρπες προσπάθειες).

    εκφρ.
    всё жκ. всё же παρ’ όλ’ αυτά, εν τούτοις, όμως.

    Большой русско-греческий словарь > всё

  • 6 присно

    επίρ. παλ. αεί, πάντα, Πάντοτε•

    присно ныне и присно νυν και αεί, τώρα και πάντοτε.

    Большой русско-греческий словарь > присно

  • 7 бессменно

    бессменн||о
    нареч διαρκώς, μόνιμα/ πάντοτε (постоянно).

    Русско-новогреческий словарь > бессменно

  • 8 бывать

    быва||ть
    несов
    1. (иметься, суще^. вовать) 'έχω, ὑπάρχω:
    \быватьет ли у тебя время? ἔχεις καιρό;;
    2. (случапгьщ συμβαίνω, τυχαίνω/ γίνομαι (прои^. дить):
    \быватьют странные случаи συμβαίνον περίεργα πράγματα, συμβαίνουν παράς^. περιπτώσεις; заседание \быватьет раз в меся» συνεδρίαση γίνεται μιά φορά τό μήνα; не \бывать этому! αὐτό δέν θά γίνει ποτέ!;
    3. (быть, находиться) είμαι, βρίσκομαι; она всегда в э́то время \быватьет дома τέτοια ὠρα εἶναι (или βρίσκεται) πάντοτε σπίτι;
    4. (посещать) πηγαίνω, συχνάζω:
    я часто \быватью в театре πηγαίνω συχνά στό θέατρο; по вечерам он \быватьет в клубе τά βράδυα συχνάζει στή λεσχη;
    5. (в знач. связки) είμαι:
    \быватьет жаль, что... εἶναι λυπηρό, πού...; ◊ как ни в чем не \быватьло σάν νά μήν είχε συμβεί τίποτε; его там и не \быватьло αὐτός οὔτε πέρασε ποτέ ἀπό ἐκεϊ.

    Русско-новогреческий словарь > бывать

  • 9 вообще

    вообще
    нареч
    1. (в общем) γενικά, ἐν γένει, γενικώς:
    \вообще это верно γενικά εἶναι σωστό·
    2. (всегда) πάντοτε, πάντα/ συνήθως, κατά τό σύνηθες (обыкновенно):
    \вообще я в это время бываю до́ма συνήθως αὐτή τήν ὠρα βρίσκομαι στό σπίτι· он\вообще такой странный αὐτός εἶναι πάντα ἔτσι παράξενος· ◊ \вообще говоря μιλώντας γενικά, ἐν γένει.

    Русско-новогреческий словарь > вообще

  • 10 всё

    все I
    ср. от весь.
    все II
    нареч I. (всегда, все время) πάντοτε, πάντα, ὅλη τήν ὠρα, ὅλο[ν] τόν καιρό[ν]:
    он \всё в разъездах ὅλο τόν καιρό ταξιδεύει·
    2. (до сих пор) ἀκόμα, ἔτι, ὡς τώρα, ἐως τώρα:
    \всё еще ἀκόμα·
    3. (при сравнит, ст.)· ὅλο καί περισσότερο[ν], ὅλο καί πιό πολύ:
    \всё дальше ὅλο καί πιό μακρυά· \всё лучше ὅλο καί καλλίτερα· ◊ (а) все, все же μ' ὅλα ταῦτα, παρ' ὅλα αὐτά.

    Русско-новогреческий словарь > всё

  • 11 всегда

    всегда
    нареч πάντοτε, πάντα, παντο-τεινά.

    Русско-новогреческий словарь > всегда

  • 12 готовый

    готов||ый
    прил
    1. (законченный) ἐτοιμος, ἀποτελειωμένος:
    обед готов τό φαγητό εἶναι ἔτοιμο· \готовыйое платье τό ἐτοιμο φουστάνι, τό ραμμένο φόρεμα· \готовыйые изделия τά ἐτοιμα είδη·
    2. (склонный, согласный) ἐτοιμος, πρόθυμος/ (προ)διατε-θειμένος (намеревающийся):
    \готовый заплакать ἐτοιμος νά κλάψει· \готовый на любу́ю жертву ἐτοιμος νά ὑποστεί κάθε θυσία· ◊ жить на всем \готовыйом ζῶ ἀπό τά ἐτοιμα, ζῶ στά χαζίρικα· \готовый к услу́гам ἐτοιμος, πρόθυμος νά ἐξυπηρετήσω· будь готов! (клич пионеров) ἔσω ἐτοιμος!· всегда готов! (ответный возглас пионеров) πάντα (πάντοτε) ἐτοιμος!

    Русско-новогреческий словарь > готовый

  • 13 по-прежнему

    по-прежнему
    нареч σάν πρώτα, ὅπως πρώτα (по-старому)/ ὅπως πάντοτε (как всегда).

    Русско-новогреческий словарь > по-прежнему

  • 14 порох

    порох
    м· τό μπαρούτι, ἡ πυρϊτις:
    бездымный \порох ἡ ἄκαπνος πυρϊτις· ◊ он \пороха не выдумает ирон. δέν εἶναι μεγαλοφυία· он \пороха не нюхал εἶναι ἄκαπνος· держать \порох сухим черен. ε ἶμαι πάντοτε ἐτοιμοπόλεμος· у него́ на это \пороху не хватает разг δέν θά βαστάξουν τά κότσια του· пахнет \порохом μυρίζει μπαρούτι.

    Русско-новогреческий словарь > порох

  • 15 ever

    ['evə] 1. adverb
    1) (at any time: Nobody ever visits us; She hardly ever writes; Have you ever ridden on an elephant?; If I ever / If ever I see him again I shall get my revenge; better than ever; the brightest star they had ever seen.) ποτέ
    2) (always; continually: They lived happily ever after; I've known her ever since she was a baby.) πάντοτε
    3) (used for emphasis: The new doctor is ever so gentle; What ever shall I do?) πολύ
    - evergreen 2. noun
    (an evergreen tree: Firs and pines are evergreens.) αειθαλές(φυτό)
    - everlastingly
    - evermore
    - for ever / forever

    English-Greek dictionary > ever

  • 16 every time

    1) (always; invariably: We use this method every time.) πάντοτε
    2) (whenever: Every time he comes, we quarrel.) όποτε,κάθε που

    English-Greek dictionary > every time

  • 17 беспроигрышный

    επ.
    που δεν χάνει, που πάντοτε κερδίζει κάτι (για λοταρίες κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > беспроигрышный

  • 18 ввек

    επίρ.
    1. παλ. αιώνια, -ίως, πάντοτε.
    2. ποτέ•

    этого лица ввек я не забуду αυτό το πρόσωπο ποτέ δε θα το ξεχάσω.

    Большой русско-греческий словарь > ввек

  • 19 вездесущий

    επ., βρ: -сущ, -а, -о
    1. ο πανταχού παρών (για το θεό).
    2. μτφ. ο παντού και πάντοτε ευρισκόμενος, Φαντομάς•

    он какой-то вездесущий αυτός είναι πανταχού παρών.

    Большой русско-греческий словарь > вездесущий

  • 20 век

    -а (-у), προθτ. о -е, на -у, πλθ. -а και παλ. веки α.
    1. αιώνας•

    двадцатый ο εικοστός αιώνας.

    2. εποχή•

    каменный век η λίθινη εποχή•

    средние -а ο Μεσαίωνας•

    золотой век перикла ο χρυσός αιώνας του Περικλή.

    3. πολύς καιρός, χρόνος•

    век с тобой мы не видались χρόνια και καιρούς (ή ζαμάνια) έχομε να ειδοθούμε•

    век живи век -учись παρμ. γηράσκω αεί διδασκόμενος.

    4. επίρ. αιώνια, πάντοτε, μόνιμα.
    εκφρ.
    - и вечные – αιώνια, εσαεί•
    на -и вечные – στον αιώνα τον άπαντα•
    в кои -и – αραιά και που, σπανιότατα•
    до скончания -а – (εκκλσ.) ως τη συντέλεια του κόσμου•
    от -а; от -а -ов; испокон ή спокон -ов (-а, -у) – από αιώνες, από αμνημονεύτου?. χρόνους, από καταβολές κόσμου.

    Большой русско-греческий словарь > век

См. также в других словарях:

  • πάντοτε — και πάντα (επίρρ. χρον.) 1. συνέχεια, διαρκώς κατά το παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον: Πάντοτε θα θυμάμαι το καλό που μου έκανες. 2. σε κάθε περίπτωση: Όσα κι αν ξέραμε, πάντοτε υπάρχει κάτι που πρέπει να μάθουμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάντοτε — always indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάντοτε — και πάντοτες / πάντοτε, Μ και πάμποτε, ΝΜΑ επίρρ. σε κάθε στιγμή, συνεχώς, αδιαλείπτως («πάντοτε δὸς ἡμῑν τὸν ἄρτον τοῡτον», ΚΔ) νεοελλ. σε οποιαδήποτε περίσταση, σε οποιαδήποτε στιγμή («θα είμαι πάντοτε στη διάθεση σας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς,… …   Dictionary of Greek

  • πάντοτ' — πάντοτε , πάντοτε always indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»