-
1 εκάστοτε
-
2 ἑκάστοτε
-
3 ἑκάστοτε
-
4 εκαστοτε
adv. всякий раз, в каждом отдельном случае Thuc., Plat., Arst.ἵνα ἑ. γίνοιτο ἐλαύνων Her. — (все города), через которые ему ни доводилось проходить
-
5 ἑκάστοτε
ἑκάστοτε, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκάστοτε
-
6 ἑκάστοτε
ἑκάστοτε, jedesmal, immer -
7 ἑκάστοτε
ἑκάστοτε adv. of time, preferred by Atticists: Phryn. 103 Lob. (Pre-Socr., Hdt.+; SIG 107, 44 and 45; 114, 20; 578, 60; PAmh 78, 4; PFlor 367, 20; TestSol 13:14 C; Just.) at any time, always 2 Pt 1:15.—DELG s.v. ἕκαστος. M-M. -
8 ἑκάστοτε
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἑκάστοτε
-
9 εκάστοτε
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εκάστοτε
-
10 εκάστοτε
επίρρ. каждый раз, всякий раз -
11 ἑκάστοτε
всякий раз, всегда.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἑκάστοτε
-
12 εκάστοτε
her defasında, daima -
13 εκάστοθ'
ἑκάστοθι, ἑκάστοθιfor each: indeclform (adverb)ἑκάστοτε, ἑκάστοτεeach time: indeclform (adverb) -
14 ἑκάστοθ'
ἑκάστοθι, ἑκάστοθιfor each: indeclform (adverb)ἑκάστοτε, ἑκάστοτεeach time: indeclform (adverb) -
15 εκάστοτ'
-
16 ἑκάστοτ'
-
17 χακάστοτ'
-
18 χἀκάστοτ'
-
19 πρός-οδος
πρός-οδος, ἡ, 1) der Zugang, Zuweg, Pind. N. 6, 47; χαλεπαὶ πρὸς τὸ χωρίον, Xen. An. 5, 2, 3; ᾗ ἡ πρ. εὐπετεστάτη, Cyr. 5, 2, 3; πρὸς τὴν βουλήν, Erlaubniß in den Senat zu kommen, Dem. 24, 48, wie αἱ εἰς τὸν δῆμον πρ., Aesch. 2, 58; – das Hinzugehen selbst, πρόςοδον ποιεῖσϑαι, hinzugehen, auch anrücken in kriegerischem Sinne, Her. 1, 205. 7, 223. 9, 101; πρόςοδοι τῆς μάχης, Angriffe, 7, 212; Folgde. – Auch das Auftreten des Redners in der Volksversammlung, τὴν πρόςοδον ἐποιησάμην, Isocr. 7, 1. 15; ähnl. τῆς βουλῆς τῆς ἐν Ἀρείῳ πάγῳ πρόςοδον ποιο υμένης πρὸς τὸν δῆμον, Aesch. 1, 81. – 2) der feierliche Zug zu einem Tempel unter Gesang und Flötenbegleitung, um Opfer od. Gebete zu verrichten; πρόςοδοι μακάρων ἱερώταται, Ar. Nubb. 307; προςόδοις καὶ ϑυσίαις τιμᾶν ϑεούς, Isocr. 5, 32; ἐπαιάνισαν καὶ ὠρχήσαντο ὥςπερ ἐν ταῖς πρὸς τοὺς ϑεοὺς προςόδοις, Xen. An. 5, 9, 11; τῷ ϑυσίας τοῖς ϑεοῖς καὶ προςόδους πεποιῆσϑαι, Dem. 18, 86, wo der Zusatz ὡς ἀγαϑῶν τούτων ὄντων zeigt, daß ein Dankfest gemeint ist; u. so noch Sp., wie Luc. sacrif. 1. – 3) Das Einkommen, die Einkünfte des Staates; φόρων πρόςοδος, Her. 3, 89; ἀπὸ τῶν μετάλλων, 6, 46; bes. im plur. bei den Att. häufig, Thuc. 2, 13 u. öfter; τῆς γενομένης ἐπ' ἐνιαυτὸν ἑκάστοτε προςόδου, Plat. Legg. XII, 955 e; – übh. Gewinn, Nutzen, διὰ τὸ τὴν πρό ςοδον ἐκεῖϑεν αὑτῷ πλείω γίγνεσϑαι τῆς αὑτοῦ τέχνης, Legg. VIII, 846 e; προςόδου οὔσης κατ' ἐνιαυτόν, ἀπό τε τῶν ἐνδήμων καὶ ἐκ τῆς ὑπερορίας οὐ μεῖον χιλίων ταλάντων, Xen. An. 7, 1, 27; Cyr. 8, 1, 13 u. öfter, wie Dem., τοῠ ἐργαστηρίου 27, 18, u. Folgde; Λαυρεωτική, Plut. Them. 4.
-
20 προς-τυγχάνω
προς-τυγχάνω (s. τυγχάνω), dazu kommen, zufällig treffen, begegnen, εἰ δέ τις κακότας προςτύχῃ, Pind. frg. 177; erlangen, προςτυχόντι τῶν ἴσων, Soph. Phil. 548, vgl. El. 1455; τὰ προςτυχόντα ξένια, Eur. Alc. 757; u. in Prosa: ἤδη γὰρ καὶ ἐγὼ τούτων συχνοῖς προςέτυχον, Plat. Soph. 246 b; Polit. 262 b; τὸ προςτυχόν, Tim. 61 e; εἰ πράξει τὸ προςτυχὸν ἑκάστοτε, was sich immer darbietet, Legg. XII, 962 c, ὁ προςτυχὼν ἀεὶ τιμωρείσϑω, Dem. 25, 96; Sp., ὅπλοις αὐτοσχεδίοις καὶ τοῖς προςτυχοῠσιν ὡπλίζετο, Hdn. 7, 12, 2; dah. τὸ προςτυχόν, das Zufällige, das Ungefähr, ἐκ τοῠ προςτυχόντος, von Ungefähr, durch einen Zufall, Plut. de Pyth. or. 25.
См. также в других словарях:
ἑκάστοτε — each time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκάστοτε — (AM ἑκάστοτε) (επίρρ. χρον.) κάθε φορά, σε κάθε περίπτωση, σε κάθε περίσταση … Dictionary of Greek
χἀκάστοτ' — ἑκάστοτε , ἑκάστοτε each time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκάστοτ' — ἑκάστοτε , ἑκάστοτε each time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
ένη — (I) ἔνη, η (θηλ. τοὺ ἔνος* ως επίρρ., στις πλάγιες πτώσεις μόνο) (Α) μεθαύριο, την τρίτη μέρα («ἀπιέναι, παρεῑναι δ εἰς ἔνην» να φύγουν και να παρουσιαστούν μεθαύριο, Αριστοφ.). (II) ἕνη, η (θηλ. τοὺ ἕνος*) (Α) η τελευταία, η τριακοστή μέρα τού… … Dictionary of Greek
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek