Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πώλων

См. также в других словарях:

  • πωλῶν — πώλη fem gen pl πώλης seller masc gen pl πωλέω sell pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πώλων — Πῶλος foal masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πώλων — πώ̱λων , πῶλος foal masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • HENETI — I. HENETI Paphlagoniae pop. quorum equi in pretio. Phaedra in Euri pidis Hippolyto, v. 230. Εἴτε γενοίμαν εν σοῖς δαπέδοις Πώλους Ε῾νέτας δαμαζομεν´α. Et Chorus v. 1131. de Hippolyto iam fato functo: Οὐκ ἔτι συζυγίαν Πώλων Ε῾νετάν ἐπιβάσῃ. Ubi… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PANTAPOLA — ex Graeco Πανταπώλης, est πάντα πωλῶν, ut ait Pollux l. 7. c. 3. de cuiusmodi hominibus exstat Novella Valentiniani, Urbis Romae, quam merito caput nostri veneramur Imperii, in tantum nos cura non deserit, ut quieti eius atque abundantiae modis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξαυγής — ἐξαυγής, ές (Α) [αυγή] λαμπερός, κατάλευκος («πώλων... χιόνος ἐξαυγενεστέρων», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • ιππομανής — ές (Α ἱππομανής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τους ίππους αρχ. 1. αυτός που βρίθει από ίππους, αυτός που έχει πολλούς ίππους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππομανές α) (στην Αρκαδία) είδος φυτού που αγαπούν τα άλογα και που όταν τρώγεται από …   Dictionary of Greek

  • ιπποπαραγωγή — ή 1. ο τρόπος αναπαραγωγής ίππων 2. ο αριθμός τών ίππων κάθε χώρας σε ορισμένη στιγμή, καθώς και ο αριθμός τών πώλων που γεννιούνται κάθε χρόνο …   Dictionary of Greek

  • καταλαμβάνω — (AM καταλαμβάνω) 1. γίνομαι κύριος ενός πράγματος με βίαιο τρόπο, κατακτώ (α. «ο στρατός κατέλαβε καίριες θέσεις» β. «κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν», Θουκ.) 2. παίρνω κάτι στην κυριότητά μου, εξουσιάζω (α. «κατέλαβε την καρδιά της» β. «κατέλαβον τὴν τοῡ …   Dictionary of Greek

  • κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… …   Dictionary of Greek

  • μετρητός — ή, ό (ΑΜ μετρητός, ή, όν) [μετρώ] 1. αυτός που μπορεί κανείς να τόν μετρήσει, ο δεκτικός μέτρησης ή αυτός που μπορεί να εκτιμηθεί ή να υπολογιστεί (α. «η απόσταση από το σημείο Α ώς το σημείο Β είναι μετρητή» β. «ὦ πένθος οὐ μετρητόν, οὺδ οἷόν τ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»