-
1 πυρί-φλεκτος
πυρί-φλεκτος, mit od. im Feuer verbrannt; κάμακες Aesch. frg. 157; Eur. Ion 195; übh feurig, πόϑοι, βλάβαι, Ep. ad. 29 (XII, 151); Lycophr. 217; von der Farbe, βοστρύχια Antiphil. (XI, 60).
-
2 πόθος
πόθος, ὁ, Wunsch, Verlangen, Sehnsucht wonach, τινός, Hom. ἀλλά μ' Ὀδυσσῆος πόϑος αἴνυται, Od. 14, 144, u. öfter; Pind. P. 4, 184; πόϑῳ στένεται μαλερῷ, Aesch. Pers. 62. 130 u. öfter, τίς ὁ πόϑος αὐτοὺς ἵκετο, Soph. Phil. 601; ὅτου σε χρεία καὶ πόϑος μάλιστ' ἔχει, 642, u. öfter; διὰ πόϑου ἐλήλυϑας, Eur. Phoen. 387; κατ' ὀμμάτων στάζεις πόϑον, Hipp. 526; πόϑον ἔχων ϑυγατρός, I. A. 431 u. öfter; Ar. Par 573 u. sonst; u. in Prosa: ἀποϑανόντος αὐτοῦ πόϑον ἔχειν πάντας, Her. 3, 67; Xen. Cyr. 2, 1, 28, bes. Liebesverlangen, verliebte Sehnsucht, Hes. Sc. 41; ἐς πόϑον ἤνϑομες ἄμφω, Theocr. 2, 143; u. oft in der Anth., z. B. Philodem. 1 (V, 24); ἀρσενικός, M. Arg. 1 (V, 116); οἱ πόϑοι, = ἔρωτες, Anacr. 13, 20, auch personificirt; im sing., Luc. D. D. 20 E. – Bei Theophr. auch eine Blumenart, die man auf Gräber pflanzte.
-
3 δι-πτέρυγος
δι-πτέρυγος, dasselbe; κνώδαλα, Πόϑοι, Mel. 93 Philodem. 32 (V, 151 IX, 570); – τὸ δ., ein Kleid mit zwei herabhängenden Enden, Inscr. 155, 6.
-
4 θηλυ-μανής
θηλυ-μανής, ές, weibertoll, in Weiber rasend verliebt, πόϑοι Mel. 54 (IX, 16), vgl. Ruf. 14 (V, 19); ὄτοβος κροτάλων Antimach. (IX, 321).
-
5 οἰστρο-βολέω
οἰστρο-βολέω, mit dem Stachel treffen, verwunden, τρεῖς δ' ἐμὲ ϑηλυμανεῖς οἰστροβολοῦσι Πόϑοι, Mel. 54 (IX, 16), wo man des folgdn ἦ γάρ τοι τρία τόξα κατείρυσεν wegen falsch οἰστοβολέω vermuthet hat, vgl. οἶστρος.
-
6 ὀργάω
ὀργάω, von Feuchtigkeit u. Säften schwellen, strotzen, bes. vom Naturtriebe zum Fortpflanzen u. Fruchttragen; vom Erdboden, durch reiche Bewässerung üppig fruchtbar sein, Theophr.; von Pflanzen, üppig wachsen, treiben, id.; auch vom schwellenden Heranreifen der Früchte, τὰ παραϑαλάσσια τῶν καρπῶν ὀργᾷ ἀμᾶσϑαί τε καὶ τρυγᾶσϑαι, Her. 4, 199; Xen. Oec. 19, 19; von Thieren u. Menschen, von Saft u. Kraft strotzen, bes. in Beziehung auf den Begattungstrieb, von Liebesverlangen glühen, αἱ παρϑένοι τῶν παίδων ὀργῶσι πρότερον καὶ σαλεύονται πρὸς τὸ γεννᾶν, Plut. Symp. 3, 4; Arist. oft von Thieren, brünstig sein, z. B. H. A. 6, 18. 10, 5; vgl. ὀργῶντες πόϑοι Philod. 18 (V, 13) u. öfter in der Anth. – Uebertr., ἐπιϑυμητικῶς ἔχειν, VLL.; πάνυ ἐπαίρομαι πρὸς τὸ πρᾶξαι, B. A. 7, 3, heftig wonach verlangen; Tim. lex. Plat. erkl. ὀργᾷ, ἐπείγεται, ἐπιϑυμεῖ; Ar. Lys. 1113 Av. 462; ὅτι τὸ πρῶτον Λακεδαιμονίων ὀργώντων ἔμελλον πειράσεσϑαι, Thuc. 4, 108; c. inf., ὀργῶντες κρίνειν τὰ πράγματα, 8, 2; Sp., ἐν αὐτοῖς τοῖς ἀγῶσιν ὤργα καὶ διεπυροῦτο, Plut. Phoc. 6. – Es erscheint zuweilen als v. l. von ὁρμάω, s. Thuc. 1, 21, u. ist auch mit ὀργιάω verwechselt worden.
См. также в других словарях:
ποθοῖ — ποθέω long for pres opt act 3rd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πόθοι — Πόθος longing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόθοι — πόθος longing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόθος — I Προσωποποίηση του πόθου στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή θρησκεία. Ήταν γιος του Ζέφυρου και της Ίριδας ή του Έρωτα και της Αφροδίτης. Εικονιζόταν με τη μορφή αμούστακου νέου. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βερολίνου υπάρχει υδρία που βρέθηκε στο … Dictionary of Greek
Christos Negas — Χρήστος Νέγκας Born 1936 Zakynthos, … Wikipedia
Фунтас, Йоргос — Йоргос Фунтас Γιώργος Φούντας Дата рождения: 1924 год(1924) Дата смерти: 28 октября 2010( … Википедия
CUPIDO — Amoris Deus, quem Hesiodus natum vult ex Chao et Terra, Simonides ex Marte et Venere, Arcesilaus ex nocte et Aethere, Alcaeus ex Lite et Zephyro, Sappho ex Venere et Caelo, Seneca ex Venete et Vulcano. Quidam ex sola Venere prognatum tradunt,… … Hofmann J. Lexicon universale
ευσεβής — ές (ΑΜ εὐσεβής, ές, Μ και εὐσεβός, όν) 1. αυτός που σέβεται τον θεό και τηρεί τις εντολές του, θρήσκος 2. εκείνος που τόν διακρίνει ευσέβεια (α. «ευσεβείς σκέψεις» β. «εὐσεβεῑ γνώμᾳ») 3. αυτός που νιώθει βαθύ σεβασμό προς τους γονείς, δασκάλους κ … Dictionary of Greek
πιετισμός — Θρησκευτική κίνηση που αναφάνηκε το 17o αι. στους κόλπους του λουθηρανισμού, υπό την ηγεσία του Φίλιπ Γιάκομπ Σπένερ (1635 1705), ο οποίος εξέθεσε τις βάσεις της κίνησης στο έργο τουΕυσεβείς πόθοι (Pia desideria, 1675). Οι πιετιστές είχαν σκοπό… … Dictionary of Greek
φουσκοδεντριά — η, Ν 1. η εποχή πριν από την άνοιξη, όταν σχηματίζονται οι οφθαλμοί τών δένδρων 2. στον πληθ. οι φουσκοδεντριές μτφ. πρώιμοι νεανικοί ερωτικοί πόθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουσκ ώνω + συνδ. φωνήεν ο + δέντρο + κατάλ. ιά] … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek