Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πόσο

  • 1 meblağ

    ποσό

    Türkçe-Yunanca Sözlük > meblağ

  • 2 combien

    πόσο

    Dictionnaire Français-Grec > combien

  • 3 доплатить

    доплатить, доплачивать συμπληρώνω (ένα ποσό) сколько нужно \доплатить? πόσο πρέπει ακόμη να πληρώσω;
    * * *
    = доплачивать

    ско́лько ну́жно доплати́ть? — πόσο πρέπει ακόμη να πληρώσω

    Русско-греческий словарь > доплатить

  • 4 сколько

    сколько πόσο; \сколько (сейчас) времени? τι ώρα είναι; \сколько вам лет? πόσων χρονών είστε; стоит? πόσο κοστίζει;
    * * *

    ско́лько (сейча́с) вре́мени? — τι ώρα είναι

    ско́лько вам лет? — πόσων χρονών είστε

    ско́лько сто́ит? — πόσο κοστίζει

    Русско-греческий словарь > сколько

  • 5 стоить

    стоить 1) κοστίζω, στοιχίζω· сколько \стоитьт...? πόσο στοιχίζει...; πόσο κάνει...; 2) (заслуживать) αξίζω ◇ не \стоитьт благодарности παρακαλώ, τίποτε
    * * *
    1) κοστίζω, στοιχίζω

    ско́лько сто́ит...? — πόσο στοιχίζει...; πόσο κάνει...

    2) ( заслуживать) αξίζω
    ••

    не сто́ит благода́рности — παρακαλώ, τίποτε

    Русско-греческий словарь > стоить

  • 6 сумма

    сумма ж το ποσό; το σύνολο (итог)' денежная \сумма το χρηματικό ποσό
    * * *
    ж
    το ποσό το σύνολο ( итог)

    де́нежная су́мма — το χρηματικό ποσό

    Русско-греческий словарь > сумма

  • 7 как

    επίρ., μόριο κ. σύνδ.
    I.
    επίρ.
    1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•

    как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•

    как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•

    как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.

    2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•

    как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•

    как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.

    3. πόσο, τι, πάρα πολύ•

    как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•

    как он глуп! τι ανόητος!•

    ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•

    как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•

    он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•

    отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.

    4. όταν, πότε.
    5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.
    II.
    μόριο
    1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!
    2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.
    III.
    (σύνδεσμος υποτακτικός).
    1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.
    2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•

    сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    как прежде όπως πριν.

    || - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.
    3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•

    в то время как στο μεταξύ•

    как только ευθύς μόλις;•

    перед тем как λίγο πριν να•

    задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•

    всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•

    с тех поркак αφότου, από τότε που

    4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.
    5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•

    а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.

    || (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•

    с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.

    || πως ότι•

    они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.

    εκφρ.
    как бы не – πως να μην•
    как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•
    как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•
    как естьαπλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•
    смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•
    как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•
    смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•
    как можно – όσο το δυνατό•
    как бы не так! – πως όχι!•
    как нельзя – όσο δεν παίρνει•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•
    как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•
    как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•
    как скороπαλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•
    как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•
    как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•
    как известно – όπως είναι γνωστό•
    как же так? – πως λοιπόν;•
    как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•
    едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•
    так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•
    как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > как

  • 8 сколько

    до сколька, по скольку, γεν. πλθ. скольких αντων. κ. επίρ. сколько.
    1. αντων. κ. επίρ. ερωτημ. πόσο, πόσα•

    сколько тебе лет? πόσα χρόνια είσαι;•

    в -их томах роман? πόσους τόμους είναι το μυθιστόρημα;•

    по -у денет пришлось на каждого? από πόσα χρήματα έπεσαν στον καθένα;

    2. επίρ. κ. αντων. πόσο• πόσος, -η, -ο•

    сколько горьких слз пролила моя мать! πόσα πικρά δάκρυα έχυσε η μάνα μου!•

    сколько е люблю! πόσο την αγαπώ!•

    сколько женщин было гам πόσες γυναίκες ήταν εκεί•

    до сколько ως πόσο (επίρ.)• ως πόσος, -η, -ο (αντων.)• до градусов температура? πόσοι βαθμοί θερμοκρασία (είναι);

    3. επίρ. βλ. насколько.
    εκφρ.
    сколько ни – όσο και να μή•
    не столько... сколько... – (συνδ.) όχι τόσο..., όσο... сколько в душе угодно ή сколько угодно ή влезет όσο θέλει η ψυχή σου ή όσο θέλεις ή όσο χωράει (άφθονα)•
    сколько лет сколько зим! – χρόνια και ζαμάνια ή χρόνια και χρόνια (έχομε να συναντηθούμε, να ιδωθούμε)•
    столько... сколько и... – τόσο..., όσο και...

    Большой русско-греческий словарь > сколько

  • 9 итог

    итог м 1) (сумма ) το σύνο λο общий \итог το ολικό ποσό 2) (результат ) το αποτέλεσμα το συμπέρασμα (заключе ние) \итог соревнований τα απο τελέσματα των αγώνων ◇ в \итоге τελικά
    * * *
    м
    1) ( сумма) το σύνολο

    о́бщий ито́г — το ολικό ποσό

    2) ( результат) το αποτέλεσμα; το συμπέρασμα ( заключение)

    ито́г соревнова́ний — τα αποτελέσματα των αγώνων

    ••

    в ито́ге — τελικά

    Русско-греческий словарь > итог

  • 10 количество

    количество с η ποσότητα, το ποσό большое \количество народа πολύς κόσμος
    * * *
    с
    η ποσότητα, το ποσό

    большо́е коли́чество наро́да — πολύς κόσμος

    Русско-греческий словарь > количество

  • 11 насколько

    насколько κατά πόσο, καθόσο* \насколько мне известно... καθόσο ξέρω..., απ' ότι γνωρίζω
    * * *
    κατά πόσο, καθόσο

    наско́лько мне изве́стно… — καθόσο ξέρω..., απ'ότι γνωρίζω

    Русско-греческий словарь > насколько

  • 12 следовать

    следовать 1) (идти следом ) ακολουθώ 2) (о поезде и т. п.) πηγαίνω, κατευθύνομαι; поезд \следоватьует до Москвы το τρένο πηγαίνει ως τη Μόσχα 3): \следоватьует безл. (нужно, тж. причитается) πρέπει* \следоватьует помнить πρέπει να θυμάται κανείς· сколько с меня \следоватьует? πόσο πρέπει να πληρώσω; ◇ как \следоватьует όπως πρέπει
    * * *
    1) ( идти следом) ακολουθώ
    2) (о поезде и т. п.) πηγαίνω, κατευθύνομαι

    по́езд сле́дует до Москвы́ — το τρένο πηγαίνει ως τη Μόσχα

    3)

    сле́дует — безл. (нужно, тж. причитается) πρέπει

    сле́дует по́мнить — πρέπει να θυμάται κανείς

    ско́лько с меня́ сле́дует? — πόσο πρέπει να πληρώσω

    ••

    как сле́дует — όπως πρέπει

    Русско-греческий словарь > следовать

  • 13 кучу

    кучу́
    наст. вр. от кутить. куш м разг τό μεγάλο ποσό χρημάτων:
    сорвать \кучу ἀποσπῶ μεγάλο ποσό.

    Русско-новогреческий словарь > кучу

  • 14 насколько

    насколько
    нареч
    1. вопр. πόσο, κατά πόσον:
    \насколько он старше вас? πόσο μεγάλήτερος εἶναι ἀπό σᾶς;·
    2. относ. καθ'ὅσον:
    \насколько мне известно καθ' ὅσον μοῦ εἶναι γνωστόν, ἀπ' δτι ξέρω.

    Русско-новогреческий словарь > насколько

  • 15 почем

    почем
    нареч разг πόσο, πόσον:
    \почем маслины? πόσο κοστίζουν οἱ ἐληές;· ◊ \почем я знаю? разг ποῦ (νά) ξέρω ἐγώ;, ἀπό ποῦ θέλετε νά τό ξέρω;

    Русско-новогреческий словарь > почем

  • 16 сколько

    сколько
    нареч πόσο[ν]:
    \сколько времени? ιόσο[ν] καιρό[ν];· \сколько тебе лет? πόσων χρονων είσαι;, πόσων ἐτῶν είσαι;· \сколько Это стоит? πόσο κοστίζει;· ◊ \сколько уго́дио δσο θέλετε.

    Русско-новогреческий словарь > сколько

  • 17 сумма

    су́мм||а
    ж
    1. мат τό ποσόν, τό ἀθροισμα, ἡ σούμ(μ)α·
    2. (общее количество) τό σύνολο:
    \сумма знаний τό σύνολο τών γνώσεων в \суммае συνολικά, ἐν συνόλω·
    3. (определенное количество денег) τό ποσό[ν]:
    \сумма вкладов τό ποσό τών καταθέσεων.

    Русско-новогреческий словарь > сумма

  • 18 how

    1. adverb, conjunction
    1) (in what way: How do you make bread?) πώς
    2) (to what extent: How do you like my new hat?; How far is Paris from London?) πόσο
    3) (by what means: I've no idea how he came here.) πως
    4) (in what condition: How are you today?; How do I look?) πόσο καλά
    5) (for what reason: How is it that I am the last to know about this?) πώς και
    2. conjunction
    (in no matter what way: This painting still looks wrong however you look at it.) όπως κι αν
    - how come
    - how do you do?

    English-Greek dictionary > how

  • 19 количество

    ουδ.
    ποσότητα, ποσό• αριθμός• πλήθος•

    количество воды ποσότητα νερού•

    деньги в большом -е μεγάλο ποσό χρημάτων•

    большое количество служащих μεγάλος αριθμός υπαλλήλων•

    большое количество людей πλήθος ανθρώπων (λαού)•

    количество переходит в качество (φιλοσ.) η ποσότητα περνά στην ποιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > количество

  • 20 контингент

    α.
    1. σύνολο (ανθρώπων)•

    учащихся το σύνολο των μαθητών.

    2. καθορισμένο ποσό, το κανονικό, η νόρμα•

    контингент строительных материалов το καθορισμένο (προβλεπόμενο) ποσό δομικών υλικών.

    Большой русско-греческий словарь > контингент

См. также в других словарях:

  • ποσό — το, Ν βλ. ποσόν …   Dictionary of Greek

  • ποσό — το 1. καθετί που μετριέται, αλλ. ποσότητα. 2. ποσότητα χρημάτων: Τα μεγάλα έργα χρειάζονται και μεγάλα ποσά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεωρικά — Ποσό που έδινε το αρχαίο αθηναϊκό κράτος στους άπορους πολίτες, για να μπορούν να παρακολουθήσουν τις θεατρικές παραστάσεις στις μεγάλες γιορτές του δήμου. Ο θεσμός, που αποδίδεται στον Περικλή, είναι ενδεικτικός της σημασίας που προσέδιδαν οι… …   Dictionary of Greek

  • πόσος — η, ο / πόσος, η, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. κόσος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) 1. ποιας ποσότητας α) ως προς τον αριθμό (α. «πόσοι πελάτες ήρθαν;» β. «πόσα παιδιά έχει;» γ. «κόσοι τινές εἰσιν oἱ λοιποί;», Ηρόδ.) β.) ως προς το πλήθος (α. «πόσοι ήταν στη… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • επανορθώσεις, πολεμικές — Η οφειλή ενός ηττημένου κράτους προς τους νικητές, για την αποκατάσταση των ζημιών και απωλειών οι οποίες προξενήθηκαν κατά τη διεξαγωγή του πολέμου. Δηλαδή, πρόκειται για μια ειδική περίπτωση αποζημίωσης, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και… …   Dictionary of Greek

  • ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… …   Dictionary of Greek

  • Goin' Through — Esta página o sección está siendo traducida del idioma Idioma no definido en la plantilla {{obtener idioma}}, añádelo a partir del artículo Goin Through, razón por la cual puede haber lagunas de contenidos, errores sintácticos o escritos sin …   Wikipedia Español

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • υφαίρεση — Το ποσό κατά το οποίο μειώνεται ένα χρέος όταν εξοφληθεί πριν από την προθεσμία του. Πολλές φορές οι έμποροι δεν πληρώνουν σε μετρητά όλα τα εμπορεύματα που αγοράζουν. Πληρώνουν ένα μόνο μέρος, και για τα άλλα συντάσσουν ειδικό έντυπο που τους… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»