-
1 mériter
αξίζω -
2 zasluhovat
αξίζω -
3 deserve
αξίζω -
4 заслужить
-ужу, -ужишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заслуженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. αξίζω, είμαι άξιος, μου αξίζει, μου πρέπει•заслужить награду αξίζω αμοιβής•
заслужить наказание αξίζω τιμωρίας.
2. αξίζω προσφέροντας υπηρεσία,εκδούλευση.3. ανταποδίδω (εξυπηρέτηση, εκδούλευση κ.τ.τ.). -
5 удостоить
-ою, -оишьρ.σ.μ.1. κρίνω άξιο βράβευσης• βραβεύω• τιμώ με βραβείο•удостоить награды τιμώ με βραβείο•
2. αξιώνω, καταδέχομαι, ευαρεστούμαι• στέργω• αξίζω•удостоить не -ит кого-нибудь ответом απαξιώ να απαντήσω σε κάποιον.
εκφρ.удостоить чести кого – τιμώ κάποιον.1. τιμούμαι• βραβεύομαι•удостоить высшей награды τιμούμαι με το ανώτατο βραβείο.
2. αξίζω• αξιώνομαι•он -лся её улыбки αυτός αξιώθηκε του χαμόγελου της.
εκφρ.удостоить чести – ειρν. αξίζω τιμής, τιμούμαι. -
6 годиться
-
7 заслуживать
заслуживать, заслужить αξίζω, είμαι άξιος \заслуживать доверие είμαι άξιος εμπιστοσύνης* * *= заслужитьαξίζω, είμαι άξιοςзаслу́живать дове́рие — είμαι άξιος εμπιστοσύνης
-
8 стоить
стоить 1) κοστίζω, στοιχίζω· сколько \стоитьт...? πόσο στοιχίζει...; πόσο κάνει...; 2) (заслуживать) αξίζω ◇ не \стоитьт благодарности παρακαλώ, τίποτε* * *1) κοστίζω, στοιχίζωско́лько сто́ит...? — πόσο στοιχίζει...; πόσο κάνει...
2) ( заслуживать) αξίζω••не сто́ит благода́рности — παρακαλώ, τίποτε
-
9 стоить
сто́||итьнесов1. (о денежной стоимости) στοιχίζω, κοστίζω:сколько это \стоитьит? πόσο κοστίζει;·2. (заслуживать) ἀξίζω, εἶμαι ἀξιος· они́ \стоитьят друг дру́га βρήκε ὁ Φίλιππος τό Ναθαναήλ·3. безл (имеет смысл, следует) ἀξίζω:\стоитьит ли из-за этого огорчаться δέν ἀξίζει τόν κόπο νά στενοχωριέστε· \стоитьит только захотеть... φτάνει μόνο νά τό θελήσει κανείς...· ◊ не \стоитьит благодарности παρακαλώ· ему́ ничего́ не \стоитьит сделать это τοῦ εἶναι πολύ ἐΰκολο νά τό κάνει· игра не \стоитьит свеч погов. τἴ ναι ὁ κάβουρας τί· ναι τό ζουμί του. -
10 заслуживать
ρ.δ.1. βλ. заслужить (1 σημ.).2. αξίζω•сообщение -ет доверия η ανακοίνωση είναι αξιόπιστη.
είμαι άξιος, αξίζω. -
11 годиться
годи́||тьсянесов1. (быть годным) ἀρμόζω, ἀξίζω:это никуда не \годитьсятся αὐτό εἶναι ἀπαράδεκτο·2. (быть подходящим, быть впору) ταιριάζω, εἶμαι κατάλληλος:ботинки мне не годятся τά παπούτσια δέν μοῦ κάνουν ◊ так поступать не \годитьсятся δέν ἐπιτρέπεται (или δέν κάνει) νά φέρ(ν)εται κανείς ἐτσι· он тебе в подметки не \годитьсятся αὐτός δέν ἀξίζει ὁβτε τό δαχτυλάκι σου. -
12 заслуживать
заслуживатьнесов, заслужить сов ἀξίζω, εἶμαι ἀξιος:\заслуживать доверие εἶμαι ἄξιος ἐμπιστοσύνης. -
13 шить
шитьнесов ράβω, ράπτω:\шить на машинке ράβω στήν ραπτομηχανή· \шить на руках ράβω μέ τό χέρι· \шить шелком κεντώ μέ μετάξι· \шить. серебром ἀσημοκεντώ· \шить золотом χρυσοκεντώ· ◊ шито белыми нитками φαίνεται ἀπό μακρυά· не лыком шит разг κάτι ἀξίζω, κάτι καταλαβαίνω· шито-крыто ὁὔτε γάτα ὁὔτε ζημιά, τά κάνω πλακάκια. -
14 come into one's own
(to have the opportunity of showing what one can do etc: He has at last come into his own as a pop-singer.) δείχνω τι αξίζω -
15 deserve
[di'zə:v](to have earned as a right by one's actions; to be worthy of: He deserves recognition of his achievements.) αξίζω -
16 merit
['merit] 1. noun1) (the quality of worth, excellence or praiseworthiness: He reached his present position through merit.) αξία,προσόν2) (a good point or quality: His speech had at least the merit of being short.) πλεονέκτημα2. verb(to deserve as reward or punishment: Your case merits careful consideration.) αξίζω -
17 show one's paces
(to show what one can do: They made the horse show its paces.) δείχνω τι αξίζω -
18 годиться
[γκαντίτ'σγια] ρ. αξίζω -
19 заслуживать
[ζασλουζύβατ"] ρ. αξίζω -
20 годиться
[γκαντίτ'σγια] ρ αξίζω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αξίζω — βλ. πίν. 33 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ., και ως απρόσ. αξίζει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αξίζω — [άξιος] Ι. 1. έχω χρηματική αξία, στοιχίζω, κοστίζω 2. (για πράγματα ή πνευματικές δημιουργίες) είμαι καλός στο είδος μου, συγκεντρώνω πλεονεκτήματα 3. (για πρόσωπα) α) είμαι ηθικά και πνευματικά ανώτερος, συγκεντρώνω αρετές β) είμαι ικανός, έχω… … Dictionary of Greek
αξίζω — μόνο στον ενεστ. και πρτ. 1. έχω αξία σε χρήμα: Το αυτοκίνητο αυτό δεν αξίζει πολλά πράγματα. 2. έχω ικανότητες, είμαι άξιος: Στις εξετάσεις για υποτροφία έδειξε τι άξιζε. 3. ανταποκρίνομαι επάξια σε κάτι, μου πρέπει: Την άξιζε αυτή τη θέση. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
αξιάζω — κ. αξάζω (Μ ἀξιάζω κ. ἀξάζω) 1. αξίζω, έχω αξία 2. (μτχ.) αξαζούμενος (κ. ζόμενος) άξιος, ικανός, («φρόνιμο κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αξίζω + καταλ. ιάζω ή < ουσ. αξία ο τ. αξάζω κατά το σχ. (ι)σιάζω > (ι)… … Dictionary of Greek
άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… … Dictionary of Greek
ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… … Dictionary of Greek
αμεύομαι — ἀμεύομαι (Α) (δωρικός τύπος σε χρήση μόνο στον μέλλοντα και αόριστο) 1. ξεπερνώ, νικώ 2. διέρχομαι, διαπερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός ρηματικός τ. που αρχικά σήμαινε «κινώ, διακινώ», κατόπιν «ανταλλάσσω» και τελικά προσέλαβε, κατ’ επέκταση, τη… … Dictionary of Greek
δύναμαι — (AM δύναμαι) 1. έχω τη δύναμη, την ικανότητα, είμαι σε θέση, μπορώ («ὥστε μὴ δύνασθαι μεταβαλεῑν την χώραν», Πολύβ.) 2. έχω την ελευθερία, το δικαίωμα να κάνω κάτι («δυνήσεται πρόσοδον ποιήσασθαι τῷ δικαστηρίῳ») 3. είμαι κατάλληλος («γῆ δυναμένη… … Dictionary of Greek
εκδουλεύω — ἐκδουλεύω (Μ) 1. υπηρετώ ως δούλος 2. κερδίζω με τη δουλειά μου, αποκτώ 3. αξίζω να πάθω κάτι 4. προσφέρω υπηρεσίες … Dictionary of Greek
ισχύω — (ΑΜ ἰσχύω) [ισχύς] 1. είμαι ισχυρός, ασκώ επιρροή, επιδρώ («ισχύει η ικανότητα και όχι τα πολιτικά μέσα») 2. έχω νομικό κύρος («η διάταξη δεν ισχύει πλέον») 3. είμαι σε εφαρμογή («το εισιτήριο σας έληξε, δεν ισχύει πια») (νεοελλ. μσν.) έχω τη… … Dictionary of Greek