-
1 πόρτιας
πόρτιςcalf: fem acc pl (epic doric ionic aeolic) -
2 ποτιζω
дор. ποτίσδω1) давать пить, поить(τοὺς ἵππους π. τι Plat.; ταύρως καὴ πόρτιας Theocr.)
π. τὸ φάρμακον Arst. — дать выпить лекарства;γάλα τινὰ π. NT. — поить кого-л. молоком2) орошать, поливать(τὰ φυόμενα Xen.; χθόνα Anth.; φυτεύειν καὴ π. NT.; αἱ ῥοιαὴ δι΄ ὕδατος ποτιζόμεναι Arst.)
-
3 πόρτις
Aπόρτιας Ant.Lib. 23.3
), calf, young heifer (younger than δαμάλη, Sch.Theoc.1.75), Il.5.162, h.Cer. 174, S.Tr. 530 (lyr.), etc.;δαμάλαι καὶ πόρτιες Theoc.1.75
;ἀεργηλὴν ἔτι π. A.R.4.1186
; young cow, Theoc.1.121, Mosch.3.82: rarely masc., A.Supp.41 (lyr.), 314. -
4 ποτίζω
A give to drink,ἄκρητον ποτίσας Hp.Aph.7.46
;ἐπότισεν.. ὁ ἰατρὸς τὸ φάρμακον Arist.Ph. 199a34
, cf. Ruf.Fr.118;οἶνον [ὑποζυγίοις] Aen.Tact.27.14
:—[voice] Pass., Dsc.1.11,al.2 c. dupl. acc., τοὺς ἵππους νέκταρ ἐπότισε gave them nectar to drink, Pl.Phdr. 247e;μικρὸν ὕδωρ π. τινά LXX Ge.24.17
;ποτήριον π. τινά Ev.Marc.9.41
, cf. 1 Ep.Cor.12.13 ([voice] Pass.).3 water, [ τὰ φυόμενα] X.Smp.2.25, cf. LXX Ge.2.6; irrigate,φυτά PCair.Zen.72.4
(iii B. C.); π. τὴν γῆν ἀπὸ χερός ib.155.3 (iii B. C.); also water cattle,ταύρως καὶ πόρτιας Theoc.1.121
:—[voice] Pass., of land, to be watered, to be irrigated, CPR1.9 (i A. D.), Luc.Abd.27, etc.
См. также в других словарях:
πόρτιας — πόρτις calf fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρτις — και πόρις, ιος, ἡ, μτγν τ. πληθ. πόρτιας, και σπαν. αρσ., Α 1. νεαρή αγελάδα, θηλυκό μοσχαράκι («πολλαὶ δ αὖ δαμάλαι καὶ πόρτιες ὡδύραντο», Θεόκρ.) 2. νεαρό ζώο («πόρτις κεραή», Ορφ.) 3. νεαρή κόρη, κοπέλα («καὶ τήν ἄνυμφον πόρτιν ἁρπάσας λύκος» … Dictionary of Greek