-
1 πόρνος
-
2 πόρνος
πόρνος, ὁ, Hurer; der mit anderen Unzucht treibt -
3 τρί-πορνος
τρί-πορνος, dreifach, sehr arg hurend, Theopomp. bei Ath. XIII, 595.
-
4 φιλό-πορνος
φιλό-πορνος, Huren, Hurerei liebend, K. S.
-
5 ἀνδρό-πορνος
ἀνδρό-πορνος, männliche Hure, Theopomp. bei Ath. VI, 260 f; Pol. 8, 11; Gegensatz ἀνδροφόνος.
-
6 ἐθελό-πορνος
ἐθελό-πορνος, der Hurerei aus eigener Neigung ergeben, Anacr. bei Ath. XII, 533 f.
-
7 ἱππό-πορνος
ἱππό-πορνος, ὁ, gewaltiger Hurer, Hurenhengst, VLL.; auch fem., Alciphr. 3, 33; Ath. XIII, 565 c.
-
8 πόρνη
-
9 πόρνης
-
10 περι-πῡγής
περι-πῡγής, ὁ, = πόρνος, Hesych.
-
11 κυσο-νίπτης
κυσο-νίπτης, ὁ, nach Hesych. = πόρνος.
-
12 ἀνδρόπορνος
-
13 ἐθελόπορνος
-
14 ἱππόπορνος
ἱππό-πορνος, ὁ, gewaltiger Hurer, Hurenhengst -
15 τρίπορνος
τρί-πορνος, dreifach, sehr arg hurend -
16 φιλόπορνος
φιλό-πορνος, Huren, Hurerei liebend
См. также в других словарях:
πόρνος — catamite masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνος — ο, ΝΜΑ 1. άνδρας που προσφέρει το σώμα του για σαρκική απόλαυση έναντι χρηματικής αμοιβής, κίναιδος, πούστης 2. ακόλαστος, ασελγής, ανήθικος, διεφθαρμένος αρχ. 1. ο ενεργητικώς ομοφυλόφιλος 2. ειδωλολάτρης νεοελλ. 3. (για γυναίκα, με επιτατ.… … Dictionary of Greek
πόρνος — ο άντρας ακόλαστος, ασελγής, κίναιδος, αλλ. πούστης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πόρνοι — πόρνος catamite masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνοις — πόρνος catamite masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνον — πόρνος catamite masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνου — πόρνος catamite masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνους — πόρνος catamite masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνων — πόρνος catamite masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνῳ — πόρνος catamite masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππόπορνος — ἱππόπορνος, ό, ἡ (Α) 1. υπερβολικά ασελγής, πάρα πολύ πόρνος 2. έφιππος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * (με επιτατική σημ. «υπερβολικά») + πόρνος (πρβλ. και λ. ιππόκρημνος)] … Dictionary of Greek