Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πόδειον

См. также в других словарях:

  • ποδεῖον — sock neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδείον — και πόδειον, τὸ, Α ταινία γύρω από τα σφυρά και τους αστραγάλους τών δρομέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. ειον] …   Dictionary of Greek

  • πόδειον — τὸ, Α βλ. ποδεῑον …   Dictionary of Greek

  • ποδεῖα — ποδεῖον sock neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδιά — η, Ν 1. περίζωμα, κομμάτι υφάσματος, δέρματος, πλαστικού που καλύπτει το μπροστινό μέρος τού σώματος, από το στήθος ή τη μέση ώς τα γόνατα, και δένεται πίσω με ζώνη, για να προστατεύει από λερώματα κατά την ώρα τής εργασίας (α. «ποδιά τής… …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»