-
1 ποδεῖον
ποδεῖον od. πόδειον, τό, auch πόδιον, eine Socke um den Fuß, pedale, Sp.; ὑφαίνεται ἐξ αὐτοῦ καὶ πόδεια καὶ ἄλλα ἱμάτια, Ath. II, 64 d; Poll. 7, 22.
-
2 ποδείον
-
3 ποδεῖον
-
4 ποδεῖον
ποδεῖον od. πόδειον, τό, eine Socke um den Fuß, pedale -
5 ποδεῖον
A sock or legging, puttee (expld. byεἴλημα τῶν ποδῶν Theognost.Can.128
): in pl., CritiasFr.65D., Crates Com.34, IG22.1425.402, Thphr.HP7.13.8, etc.—On the accent, v. Theognost. l.c., Hsch.: written πόδειον in Phot., codd. Thphr.l.c.;ποδέων ζεύγη PCair.Zen.778.5
(iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποδεῖον
-
6 πουλυ-πόδειον
πουλυ-πόδειον, τό, poet. statt πολυπόδιον, Mnesimach. bei Ath. IX, 403 a; Theopomp. com. ibid. VII, 324 b.
-
7 πολυ-πόδειον
πολυ-πόδειον, τό, dim. von πολύπους, Anaxandrid. bei Ath. IV, 131 (v. 39). S. πολυπόδιον.
-
8 δασυ-πόδειον
δασυ-πόδειον, γάλα, Haasenmilch, Arist. H. A. 6, 20.
-
9 πόδιον
-
10 πέλλυτρον
-
11 ποδεία
-
12 ποδεῖα
-
13 δασυπόδειον
δασυ-πόδειον, γάλα, Hasenmilch -
14 πέλλυτρον
См. также в других словарях:
ποδεῖον — sock neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδείον — και πόδειον, τὸ, Α ταινία γύρω από τα σφυρά και τους αστραγάλους τών δρομέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. ειον] … Dictionary of Greek
πόδειον — τὸ, Α βλ. ποδεῑον … Dictionary of Greek
ποδεῖα — ποδεῖον sock neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδιά — η, Ν 1. περίζωμα, κομμάτι υφάσματος, δέρματος, πλαστικού που καλύπτει το μπροστινό μέρος τού σώματος, από το στήθος ή τη μέση ώς τα γόνατα, και δένεται πίσω με ζώνη, για να προστατεύει από λερώματα κατά την ώρα τής εργασίας (α. «ποδιά τής… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek