-
1 ποδεῖον
A sock or legging, puttee (expld. byεἴλημα τῶν ποδῶν Theognost.Can.128
): in pl., CritiasFr.65D., Crates Com.34, IG22.1425.402, Thphr.HP7.13.8, etc.—On the accent, v. Theognost. l.c., Hsch.: written πόδειον in Phot., codd. Thphr.l.c.;ποδέων ζεύγη PCair.Zen.778.5
(iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποδεῖον
См. также в других словарях:
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek