-
21 δι-ορίζω
δι-ορίζω, ion. διουρίζω, att. fut. διοριῶ; – 1) durch Gränzen absondern, διουρίσαντες καὶ διελόντες Λιβύην τε καὶ Ἁσίην Her. 4, 42; begränzen, ὁ ποταμὸς δ. τὴν Εὐρώπην ἀπὸ τῆς Ἀσίας D. Sic. 1, 55; übertr., τῷ λόγῳ Plat. Rep. VI, 507 b; = die Begriffe begränzen, und dah. unterscheiden; διορίζει ἅ τε οἱ ἄνϑρωποι καλοῦσιν ὀνόματα καὶ οἱ ϑεοί Crat. 391 d, vgl. Her. 4, 45; ἀκούσιά τε καὶ ἑκούσια ἀδικήματα Legg. IX, 860 e; ἡ τῶν καπήλων τέχνη τῆς τῶν αὐτοπωλῶν διώρισται Polit. 260 c, u. öfter; dah. = bestimmt anordnen u. jedem einzelnen zuweisen, ϑεοῖς γέρα Aesch. Prom. 438; αἱ φῆμαι μαντικαὶ τοῠτο διώρισαν Soph. O. R. 723; vgl. 1083. Insbesondere – a) von ausdrücklichen Bestimmungen des Gesetzes; καϑαρὸν εἶναι Dem. 20, 158, der es dem ἁπλῶς εἶπε entgegensetzt, 19, 7; ὁ νόμος διωρίσϑη πρός τινα, wurde auf ihn bes. bezogen, 59, 93; τὰ διωρισμένα καὶ τεταγμένα 18, 274; τὸ διωρισμένον ἐκ τοῦ νόμου δικαστήριον 23, 27; τὸ τίμημα διωρισμένον ὑπὸ τῶν νόμων Arist. pol. 4, 6. – b) den Begriff eines Wortes feststellen, definiren, τὴν μαγευτικήν Plat. Polit. 280 e, öfter. – Das med. ist bes. bei den Rednern häufig, = für sich u. übh. Bestimmungen treffen; τὴν δίκην Ar. Ach. 342; καὶ σαφῶς δηλοῦν Dem. 18, 40; τὴν τῶν ἀγαϑῶν πρᾶξιν σωφροσύνην εἶναι διορίζομαι Plat. Charm. 163 e, öfter; περί τινος, Andoc. 3, 12; Isocr. 3, 14; Arist. pol. 4. 3, 5; διωρίσμεϑα ἃ χρὴ ποιεῖν Dem. 24, 192. – 2) über die Gränzen hinausführen; τὸν ἐνϑένδε πόλεμον εἰς τὴν ἤπειρον διοριοῠμεν Isocr. 4, 174; vgl. ἐκ γῆς πόδα, στράτευμα Τροίαν ἔπι, Eur. Hel. 401. 834, wohin auch Ion 46 ὑπὲρ ϑυμέλας δ., vom Altar wegführen, zu ziehen ist. Dah. = verbannen; τὸ ὄφλον ἔξω τῶν ὅρων Plat. Legg. IX, 873 e. – Vgl. ἐξορίζω.
-
22 μη-κ-έτι
μη-κ-έτι (nach οὐκέτι gebildet), nicht mehr, nicht länger; ἀλλ' ἄγε μηκέτι λεγώμεϑα, νηπύτιοι ὥς, Il. 13, 292 u. öfter so in Aufforderungen und Verboten; Pind. Ol. 1, 182; μηκέτ' ἐςέλϑῃς, Aesch. Ag. 1307; c. opt., Ch. 794; μηκέτι ἔξω πόδα κλίνῃς, Soph. O. C. 192; μηκέτ' ἐλπίσῃς, El. 951; nach Absichtspartikeln, ὅπως μηκέτ' ἆμαρ ἄλλ' εἰςίδω, Ant. 1314; c. partic., ὡς μηκέτ' ὄντα κεῖνον ἐν φάει νόει, Phil. 413; εἴπερ μηκέτι ἐπισκεψόμεϑα, Plat. Rep. IV, 430 d; ὥςτε μηκέτι πορεύεσϑαι, Critia. 109 a; c. imper., μηκέτι πλείω λέγε, Rep. V, 471 c; μηκέτι νουϑετήσῃς, Gorg. 488 b; μηκέτι ποιώμεϑα, Legg. IV, 723 d; Folgde; nicht wieder, Xen. An. 5, 7, 15.
-
23 ὁδός [2]
ὁδός, ἡ, ep. auch οὐδός, Od. 17, 196, auch Her. 2, 7, der sonst nur ὁδός hat; der Weg; – 1) der Pfad, die Straße; ἐγγὺς ὁδοῖο, Il. 10, 274; ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ, 23, 330; ἱππηλασίη, 7, 340; ὁδῷ ἔπι οἰκία ναίων, an der Straße wohnend, 6, 15; ὥστε μέλισσαι οἰκία ποιήσωνται ὁδῷ ἐπὶ παιπαλοέσσῃ, 12, 168; λαοφόρος, die große Heerstraße, 15, 682; auch die Bahn des Seefahrers, 6, 292; πρὸ ὁδοῦ ἐγένοντο, sie gingen fürder des Weges, vorwärts, 4, 382 (vgl. ὅταν πρὸ ὁδοῦ γένωνται Ael. H. A. 11, 38; auch übtr., ὃ πρὸ ὁδοῦ σοι γένοιτ' ἂν ἐς τὰ μαϑήματα, förderlich, Luc. Hermot. 1); ὁδὸν ἁγεμονεῠσαι, Pind. Ol. 6, 25; ἁμαξιτός, N. 6, 56; übertr., ἐν εὐϑείαις ὁδοῖς στείχειν, 1, 25; σχιστὴ δ' ὁδός, Soph. O. R. 733; σύ μ' ἐξ ὁδοῦ πόδα κρύψον κατ' ἄλσος, O. C. 113; ὁδοῦ ἀτραπός, Ar. Nubb. 76; u. in Prosa, ἰόντες τὴν ἱρὴν ὁδόν, Her. 6, 34, ἡ ὁδὸς ἡ εἰς ἄστυ, Plat. Conv. 173 b; auch leicht zu ergänzen, ἐπορευόμην τὴν ἔξω τείχους, Lys. 203 a; ὁδῷ βαδίζειν, Dem. 25, 10 u. sonst. Auch ποταμοῦ, das Flußbett, Xen. Cyr. 7, 5, 16. – 2) die Handlung des Gehens, Gang, Reise; οὔ τοι ἔπειϑ' ἁλίη ὁδὸς ἔσσεται, Od. 2, 273; σοὶ δ' ὁδὸς οὐκέτι δηρὸν ἀπέσσεται, die Abreise, 2, 285. 8, 150; λιλαιόμενόν περ ὁδοῖο, 1, 315; ὄφρα πρήσσωμεν ὁδοῖο, 2, 404, daß wir die Reise vollenden; τελεῖν ὁδόν, 2, 256; ἦνον, 3, 496; ὁδὸν ἐλϑεῖν, einen Kriegszug machen, Il. 1, 151; ἀπ' Ἄργεος ἦλϑον δευτέραν ὁδόν, Pind. P. 8, 44; μή τι πημανϑῇς όδῷ, Aesch. Prom. 334; κατερητύσων ὁδόν, ἣν στέλλει, Soph. Phil. 1402; ἡ δ' ὁδὸς βραδύνεται, El. 1493; auch οἰωνῶν, vom Vogelfluge, O. C. 1316; τὰν νεάταν ὁδὸν στείχουσαν, d. i. den Todesweg, Ant. 801, wie βέβηκε τὴν πανυστάτην ὁδόν Trach. 872; vgl. Eur. Alc. 613; ἐκ μακρᾶς ἀναπεπαυμένος ὁδοῠ, Plat. Critia. 106 a; κατὰ τὴν ὁδόν, unterwegs, Prot. 314 c. – 3) übertr., Mitteln. Weg, Etwas auszurichten, Artu. Weise; πολλαὶ ὁδοὶ εὐπραγίας, Pind. Ol. 8, 13; νόῳ ἔχει ἀλαϑείας ὁδόν, P. 3, 103; ὕβριος ἐχϑρὰν ὁδὸν εὐϑυπορεῖ, Ol. 7, 91; γλώσσης ἀγαϑῆς ὁδὸν εὑρίσκει, Aesch. Eum. 944; πολλὰς ὁδοὺς ἐλϑόντα φροντίδος πλάνοις, Soph. O. R. 67; εἴ τιν' ἄλλην μαντικῆς ἔχεις ὁδόν, 311; σῶν ὁδὸν βουλευμάτων, Eur. Hec. 744; γνώμης, Hipp. 290; λογίων, Ar. Equ. 1010; u. in Prosa, ἔλεξαν περὶ τούτου τριφασίας ὁδούς Her. 2, 20, ἐπιστάμεϑα, οἵᾳ ὁδῷ οἱ Ἀϑηναῖοι χωροὖσιν ἐπὶ τοὺς πέλας Thuc. 1, 69, ἄδικον ὁδὸν ἰέναι 3, 64, ὑπάρχουσι καὶ ἄλλαι ὁδοὶ τοῦ πολέμου 1, 122, τὴν νῦν τετμημένην ὁδὸν τῆς νομοϑεσίας Plat. Legg. VII, 810 e; bes. ὁδῷ, καϑ' ὁδὸν λέγειν, nach einem bestimmten Verfahren, methodisch, Phaedr. 263 b Rep. VII, 533 b; τίνα δὴ ὁδὸν ἰών; welchen Weg einschlagend? auf welche Weise? Xen. Cyr. 1, 6, 16, vgl. 24.
-
24 ὅς-τις
ὅς-τις, ἥ-τις, ὅ, τι (mit der Diastole zu schreiben, zum Unterschiede von ὅτι, s. unten), gen. οὗτινος, ἡςτινος u. s. w., u. ὅτου ὅτῳ (u. plur. ὅτων, ὅτοισι, doch selten); bei Hom. lautet das masc. auch ὅτις, Od. 16, 307 u. öfter, neutr. ὅ, ττι; gen. ὅττεο, 1, 124. 22, 377, ὅττευ, 17, 121, u. ὅτευ, 17, 421. 19, 77, wie Her. (nie ὅτου); dat. ὅτεῳ, Od. 2, 114, was zweisylbig zu sprechen ist Il. 12, 428. 15, 664, u. so auch Her.; acc. ὅτινα, Od. 8, 204. 15, 395; gen. plur. ὅτεων, 10, 39; Her. 8, 65; dat. ὁτέοισιν, Il. 15, 491; Her. 2, 82, der auch das fem. ὁτέῃσιν hat; accus. ὅτινας, Il. 15, 492; ὥτινες ist eine v. l. Od. 4, 61, aber wahrscheinlich falsch; – zunächst – 1) indirectes Fragewort, welcher, welche, welches; ἔσπετε νῦν μοι, Μοῦσαι, ὅςτις δὴ πρῶτος ἀνδράγρια ἤρατο, Il. 14, 509; ὥς μοι ἐξονομήνῃς, ὅςτις ὅδ' ἐστὶν Ἀχαιὸς ἀνήρ, wer der Achäer. da ist, 3, 166, vgl. 192; ϑεῶν ἐν γούνασι κεῖται, ὅςτις ἐν ἀμφιάλῳ Ἰϑάκῃ βασιλεύσει Od. 1, 400, u. öfter so mit dem indic., den die Griechen aus der directen Frage gewöhnlich in die indirecte hinübernehmen; so auch Tragg.: ὁ δ' οὖν ἐρωτᾶτ', αἰτίαν καϑ' ἤντινα αἰκίζεταί με, Aesch. Prom. 226; σήμαιν' ὅ, τι χρὴ σοὶ συμπράττειν, 295; Eum. 58 u. öfter; οὐ γὰρ οἶ. σϑά μ' ὅντιν' εἰςορᾷς, Soph. Phil. 249; κοὐ βλέπεις, ἵν' εἶ κακοῦ, οὐδ' ὅτων οἰκεῖς μέτα, O. R. 414; ὅςτις ἦν ὁ μῦϑος αὖϑις εἴπα τε, Ant. 1175; u. in Prosa, μανϑάνομεν οὖν ὅ, τι νῦν ἡμῖν ἐστι τὸ ξυμβαῖνον, Plat. Phil. 22 a, u. öfter, wie Folgde; doch folgt auch auf ein Präsens der conj., οὐκ ἔχειν, ὅτεῳ ζημιώσωσι, Her. 5, 87. – In directer Frage steht es nur in Beziehung auf eine unmittelbar vorangegangene Frage, ἀλλὰ τίς γὰρ εἶ; – ὅςτις, πολίτης χρηστός, eigtl. du fragst, wer? Ar. Ach. 569; τί δ' αὖ λέγει; ὅ, τι; 106; τί ποιεῖς; – ὅ, τι ποιῶ; τί δ' ἄλλο γ' ἤ –, Ran. 198, vgl. Eccl. 685. 1181 Plut. 462; τίνα γραφήν σε γέγραπται; ἥντινα; Plat. Euthyphr. 2 b. – 2) häufiger drückt es eine unbestimmte Allgemeinheit aus und unterscheidet sich von dem einfachen Relativum ὅς dadurch, daß es nicht auf ein bestimmtes Subject geht, sondern auf ein unbestimmtes, mehrfach bestimmbares; selten – a) c. indic.; in Beziehung auf ein vorangehendes Demonstrativum, ἄνωχϑι δέ μιν γαμέεσϑαι τῷ, ὅτεῴ τε πατὴρ κέλεται καὶ ἁν-δάνει αὐτῇ, Od. 2, 114, wo ᾡ auf ein schon bestimmtes gehen würde, ὅτεῳ aber andeutet, daß keine Entscheidung getroffen: wen auch zu heirathen der Vater befiehlt; ταύτην, ἥτις ἀποστρέψει, Plat. Gorg. 509 b; häufiger mit Auslassung des Demonstrativs, βουλὴν δ' Ἀργείοις ὑποϑησόμεϑ' ἥτις ὀνήσει, Il. 8, 467; τιμὴν δ' Ἀργείοις ἀποτινέμεν, ἥντιν' ἔοικεν, Il. 3, 286; Ζεύς τοι δοίη, ὅ, ττι μάλιστ' ἐϑέλεις, Od. 14, 54, u. sonst; ἐλαφρόν, ὅςτις πημάτων ἔξω πόδα ἔχει, παραινεῖν, Aesch. Prom. 263; u. mit πᾶν, λέξω σοι πᾶν ὅ, τι χρῄζεις μαϑεῖν, 612; ὅςτις γὰρ εὖ δρᾶν εὖ παϑὼν ἐπίσταται, παντὸς γένοιτ' ἂν χρήματος κρείσσων φίλος, Soph. Phil. 668, öfter; Eur., u. in Prosa überall; τῆς ὀρϑῆς τυχεῖν παιδείας, ἥτις ποτέ ἐστιν, Plat. Rep. III, 416 c; μήτε διακονίαν μηδ' ἥντινα κεκτημένος, auch nicht irgend ein, Legg. XI, 919 d; ὅτῳ δοκεῖ ταῦτ' ἀνατεινάτω τὴν χεῖρα, Xen. An. 3, 2, 9, u. A.; auch ἡγεμόνα αἰτεῖν, ὅςτις ἀπάξει, der da führen soll, Xen. An. 1, 3, 14; – προςκαλοῦμαί σ' ὅςτις εἶ, wer du auch bist, Ar. Vesp. 1406. – b) mit ἄν u. dem conj. der Allgemeinheit, in Beziehung auf die Gegenwart od. Zukunft; ἔρδειν (für imperat.) ὅ, ττι κε κεῖνος ἐποτρύνῃ καὶ ἀνώγῃ, Il. 15, 148; ὅτις κ' ἐπίορκον ὀμόσσῃ, wer immer einen Meineid schwören wird, 19, 260; ϑεὸς δὲ τὸ μὲν δώσει, τὸ δ' ἐάσει, ὅ, ττι κεν ᾧ ϑυμῷ ἐϑέλῃ, was er immer wollen mag, Od. 14, 445; ἅπας δὲ τραχύς, ὅςτις ἂν νέον κρατῇ, Aesch. Prom. 35; Folgde; πάσχειν ὅ, τι ἄν τῷ ξυμβῇ, Plat. Phaedr. 274 b; τίς (πόλις) ἡμᾶς δέξεται, ἥτις ἂν ὁρᾷ τοσαύτην ἀνομίαν Xen. An. 5, 7, 33; 6, 4, 18 u. öfter, u. sonst, wie bei den Rednern u. Sp. – c) auch der bloße conj. steht so; οὐτιδανὸς πέλει ἀνήρ, ὅςτις ξεινοδόκῳ ἔριδα προφέρηται ἀέϑλων, Od. 8, 209; τὴν γὰρ ἀοιδὴν μᾶλλον ἐπικλείουσ' ἄνϑρωποι, ἥτις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται, 1, 351; γυναικὸς ἥτις ἄνδρα νοσφίσῃ, Aesch. Eum. 202. – d) in Beziehung auf die Vergangenheit u. in indir. Rede c. opt., ὅν τινα κιχείη, ἐρητύσασκε, Il. 2, 188; οὔτινα γὰρ τίεσκον, ὅτις σφέας εἰςαφίκοιτο, Od. 22, 404, womit man Stellen wie 12, 40 vergleiche, ἀνϑρώπους ϑέλγουσιν, ὅτις σφέας εἰςαφίκηται; auch nach einem opt., μῦϑον, ὃν οὔ κεν ἀνήρ γε διὰ στομα πάμπαν ἄγοιτο, ὅςτις ἐπίσταιτο ἄρτια βάζειν, Il. 14, 91. 17, 640; ὅςτις ἀφικνοῖτο τῶν παρὰ βασιλέως πρὸς αὐτόν, πάντας οὕτως ἀπεπέμπετο, Xen. An. 1, 1, 5, öfter, u. sonst. – 3) zu bemerken ist, daß oft der sing. von ὅςτις auf einen plur. bezogen wird, τὰ ἐπιτήδεια, ὅτῳ τις ἐπιτυγχάνοι, Xen. An. 4, 1, 9, wie das obeu angeführte Beispiel 1, 1, 5 u. sonst. – Auch allein stehend, wie quicunque Plat. Hipp. mai. 282 d; ἀφ' ἧςτινος τέχνης, Paus. 2, 9, 7; τόπον ὅντινα εἰπών, Luc. Gall. 16. So besonders mit οὖν verstärkt, καὶ ἄλλος ὁςτιςοῦν, wer es auch sein mag, irgend ein anderer, Plat. Conv. 198 b u. öfter; ἄλλην ἡντινοῦν τέχνην, Prot. 323 a; u. mit ἄν u. conj., μηδ' ἂν ὁςτιςοῦν τυγχανῃ ὤν, Euthyphr. 5 e; οὔτε διὰ φιλονεικίαν οὐδ' ἡντινοῦν, Lycurg. 5, u. A.; auch ὁςτιςδήποτε, Din. 1, 93; ὅςτις δήποτ' οὖν, Dem. u. a. Sp. – Wie in dem einfachen Relativum liegt darin auch – a) eine Folge, so daß es für ὥςτε zu stehen scheint, ἔστι τις οὕτως ἄφρων, ὅςτις οἴεται, Xen. An. 7, 1, 29; τίς οὕτως εὐήϑης, ὅςτις, Dem. 1, 15; Sp. – b) ein Grund, wie quippe qui, ὦ φῶς τελευταῖόν σε προςβλέψαιμι νῦν, ὅςτις πέφασμαι φύς τ' ἀφ' ὧν οὐ χρῆν, O. R. 1184, als ein solcher, welcher ich erzeugt bin, von dem ich nicht sollte erzeugt werden, d. i. weil ich unrechtmäßig erzeugt bin; vgl. O. C. 265; πῶς ἐγὼ κακὸς φύσιν ὅςτις παϑὼν μὲν ἀντέδρων, 272; ἦ μαίνεταί γε, ἥτις λιποῦσα μὲν πόλιν νεαίρετον ἥκει, Aesch. Ag. 1035, vgl. 1373; – οὐδεὶς ὅςτις οὐ, jeder, οὐδὲν ὅ, τι οὐκ, alles, Her. 5, 97; Thuc. 7, 87 u. Folgde; wobei sich auch ein Adverbium findet, οὐδενὸς ὅτου οὐ πάντων ἂν ὑμῶν καϑ' ἡλικίαν πατὴρ εἴην, Plat. Prot. 317 c. –Ὅςτις μή, wer nicht etwa, es müßte denn, Plat. Prot. 324 b Gorg. 522 e. – Ὅ, τι, absolut, warum, weshalb, vgl. ὅτι. – Zuweilen tritt zwischen ὅς u. τίς eine Partikel, ἕκαστος, ᾧ μή τινι καὶ αὐτὸς ἔργῳ παρῆν, Thuc. 4, 14, so ὃς ἄν τις, Plat. u. Dem. – Ἅσσα oder ἅττα, = ἅτινα, s. besonders.
-
25 ἐξ-έρχομαι
ἐξ-έρχομαι (s. ἔρχομαι), 1) aus-, herausgehen; gew. mit dem gen. des Orts, ἐκ δ' ἦλϑε κλισίης Il. 10, 104, wie Od. 21, 190; ἐξελϑέτω τις δωμάτων Aesch. Ch. 652; τῆςδε χϑονός Soph. El. 768; οἴκων Eur. Hec. 174; mit praeposit., ἐκ τῆςδ' ἕδρας Soph. O. C. 37; ἔξω τῆςδε χϑονός Eur. Phoen. 479; ἐξεληλυϑότες ἐκ Σπάρτης Her. 9, 12; οὐκ ἐπὶ ϑεωρίαν πώποτε ἐκ τῆς πόλεως ἐξῆλϑες Plat. Crit. 52 b; Phaed. 59 d; ὅϑεν, ἐνϑένδε, Tim. 79 b Crit. 44 e; absolut, fortgehen, ausziehen, Il. 9, 476; ἔξελϑε πρὸς Λέρνης λειμῶνα Aesch. Prom. 655; ἐπὶ φορβῆς νόστον ἐξελήλυϑεν Soph. Phil. 43; ἔξελϑ' ἀμείψας στέγας 1246; ἐπὶ φόνον Eur. Or. 608; εἰς ἔλεγχον, geprüft werden, Alc. 650; ἐς χερῶν ἅμιλλάν τινι, ins Handgemenge gerathen, Hec. 226; vom Heere, Thuc. 2, 21; Xen. Hell. 7, 5, 6 u. A.; ἔξοδον Xen. Hell. 1, 2, 17, στρατείαν Aesch. 2, 168; ἄεϑλα, Soph. Tr. 505, den Kampf bestehen; anders ist der acc. ἐξῆλϑον τὴν Περσίδα χώραν, aus dem Lande, Her. 7, 29; vgl. Arist. pol. 3, 14; οὐκ ἂν ἔφασκεν ἐκ τῆς πόλεως ἐξελϑεῖν οὐδὲ τὸν ἕτερον πόδα Din. 1, 82, auch nicht mit einem Fuße. – Auch von leblosen Dingen, οὐδεὶς τῶν λόγων ἐξέρχεται παρ' ἐμοῦ Plat. Theaet. 161 b; ὅϑεν ἐξῆλϑε τὸ πνεῦμα Tim. 79 b; von Krankheiten, die den Menschen verlassen, Hippocr. – Von der Zeit, vergehen, verstreichen, τίς χρόνος τοῖςδ' ἐστὶν οὑξεληλυϑώς; Soph. O. R. 735; Her. 2, 139; ἐλέγοντο αἱ σπονδαὶ ἐξεληλυϑέναι, abgelaufen, Xen. Hell. 5, 2, 2; ἐπειδὰν ὁ ἐνιαυτὸς ἐξέλϑῃ Plat. Polit. 298 e; Phaed. 108 e; Xen. An. 7, 5, 4 u. A. – Das Maaß überschreiten, εἴ ποτ' ἐξέρχεται, δυνατὸν δ' ἐστὶν ἐπανορϑοῦσϑαι Plat. Legg. I, 644 b; τὰ νόμιμα, übertreten, Ath. XII, 536 a. – 2) ausgehen, in Erfüllung gehen. εἰς τέλος ἐξέρχεσϑαι Hes. O. 215; μή μοι Φοῖβος ἐξέλϑῃ σαφής Soph. O. R. 1011, Schol. μὴ οἱ χρησμοὶ τοῠ Φοίβου τελεσϑῶσι; so von Träumen u. Orakeln, Her. 6, 82, ταύτῃ τὴν ὄψιν συνεβάλετο ἐξεληλυϑέναι 107; ähnl. ἰσόψη-φος δίκη ἐξῆλϑ' ἀληϑῶς Aesch. Eum. 763; τὰ δύςφορα εἰ τύχοι κατ' ὀρϑὸν ἐξελϑόντα, wenn es gut ausschlägt, Soph. O. R. 88; τοιόςδε δ' ἐκ-φὺς οὐκ ἂν ἐξέλϑοιμ' ἔτι ποτ' ἄλλος, ich möchte wohl nicht anders werden, ib. 1084; ἀριϑμὸς καὶ ἄλλοϑεν οὐκ ἐλάσσων ἐξέλϑοι, wo auch wir »her-»auskommen« sagen, Xen. Hell. 6, 1, 5.
-
26 διοριζω
ион. διουρίζω1) разграничивать, размежевывать(Λιβύην τε καὴ Ἀσίην Her.; τὸ ἄνω καὴ τὸ κάτω Arst.: τέν Εὐρώπην ἀπὸ τῆς Ἀσίας Diod.)
τὸ διορίζον ἐπίγραμμα Plut. — пограничная надпись;τὸ διωρισμένον Arst. — (нечто) прерывистое, разобщенное2) разграничивать, различать(ἀκούσιά τε καὴ ἑκούσια ἀδικήματα Plat.; τὰ καλὰ καὴ τὰ αἰσχρά Arst.)
3) определять, назначать (в удел), указывать(γέρα θεοῖσι Aesch.)
μακρὸν διορίσαι τινά Soph. — сделать кого-л. великим;διωρισμένος ὑπὸ τῶν νόμων Arst. и ἐκ τοῦ νόμου Dem. — установленный законами;διωρισμένα καὴ τεταγμένα Dem. — законоположения4) выводить (за пределы страны), переводить, перемещать, переносить(στράτευμα Τροίαν ἔπι Eur.; τὸν ἐνθένδε πόλεμον εἰς τέν ἤπειρον Isocr.)
ἐκ γῆς διορίσαι πόδα Eur. — уйти из страны, удалиться5) выбрасывать, изгонять(τινὰ ὑπὲρ θυμέλας Eur.; τι ἔξω τῶν ὅρων τῆς χώρας Plat.)
6) med. договариваться, уславливаться(πρός τινα Plat., Plut.)
7) тж. med. лог. определять(τι Arph., Plat. и περί τινος Isocr., Arst.)
-
27 καθιστημι
ион. κᾰτίστημι (для перех. - impf. καταστήσω, aor. κατέστησα; для неперех. - aor. 2 κατέστην, pf. καθέστηκα, ppf. καθειστήκειν, fut. 3 καθεστήξω; med.: для перех. - praes. καθίσταμαι, fut. καταστήσομαι, aor. καταστεσάμην; для неперех. - только praes. и fut.)1) ставить, подавать ( на стол)(κρητῆροι Hom.)
2) ставить, устанавливать ( для старта)(δίφρους Soph.)
κατεστήσαντο βοεῦσι (sc. λαῖφος) HH. — (мореплаватели) поставили парус с помощью ремней3) останавливать(νῆα Hom.)
τὸ ἠρεμίζεσθαι καὴ καθίστασθαι Arst. — успокоение и остановка4) помещать, приводить, привозить, доставлять, тж. направлять(τινὰ Πύλονδε, τινὰ ἐς Νάξον Hom.; τινά τινι ἐς ἔλεγχον Her.; τοὺς Ἕλληνας εἰς Ἰωνίαν πάλιν κ. Xen.; τὰ ὅμηρα εἰς Ῥώμην Polyb.; τὸν στρατὸν εἰς Ἀρμενίαν Plut.)
ποῖ δεῖ κ. πόδα ; Eur. — куда направить (свои) стопы?;κ. τινὰ εἰς ἀγῶνας Plut. — привлекать кого-л. к судебной ответственности;κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν Thuc. — предстать самому (добровольно) перед судом;ἐς φῶς τὸν βίον τινὸς κ. Eur. — вернуть на (дневной) свет, т.е. воскресить кого-л.;ἡμῖν οὐκ ἂν ἀντὴ πόνων χάρις καθίσταιτο Thuc. — нам (лакедемонянам) эти труды не доставили бы никакой благодарности5) ставить, расставлять, выставлять(προφύλακας Xen.)
κ. τέν φάλαγγα Xen. — выстраивать войско6) выставлять, предлагать, давать7) тж. med. назначать(τινὰ ὕπαρχον и τινὰ ὕπαρχον εἶναι Her.; ἐγγυητάς τινι Arph., Plat.; ἄλλον ἄρχοντα Xen.; τινὰ εἰς ἀρχήν Lys. или ἐπὴ ἀρχήν Isocr.; νομοθέτας Arph.; τινὰ ἱερέα Arst.; τινὰ ἐπὴ τῆς θεραπείας αὐτοῦ NT.; εἰς τέν ἐσνάτην χώραν κατασταθεὴς ὑπό τινος Plut.)
καθίστασθαι τοὺς ἄρχοντας Xen. — назначить себе, т.е. избрать начальников8) устанавливать, учреждать, вводить(νόμους Eur., Arst.; τελετάς Eur.; ἀγῶνας Isocr.; τέν Ἱππίου τυραννίδα Arph.; ὀλιγαρχίαν, πολιτείαν Plat., Arst.)
9) предпринимать(κρυφαῖον ἔκπλουν Aesch.)
10) относить, причислять(τινὰς εἰς τοὺς ἀρχικούς Xen.)
11) ставить (в какое-л. положение), приводить (в какое-л. состояние)κ. τινὰ ἐς ἀπορίαν Plat. — приводить кого-л. в смущение;
κ. τινὰ ἐς φόβον Thuc. — приводить кого-л. в ужас;εἰς διαβολὰς καὴ κινδύνους καταστῆσαί τινα Lys. — возвести на кого-л. грозное обвинение;ἐντιμότερόν τινα κ. Xen. — осыпать кого-л. почестями;κλαίοντά τινα κ. Eur. — заставлять кого-л. плакать;τινὰ φεύγειν κ. Thuc. — обращать кого-л. в бегство;φανερόν τι κ. Thuc. — наглядно показывать что-л.;ἐς τὸ φανερόν τινα κ. Xen. — высоко вознести кого-л.;κ. τινὰ εἰς ἐρημίαν φίλων Plat. — лишать кого-л. общества друзей;ψευδῆ ἑαυτὸν κ. πόλει Soph. — показать себя лжецом перед городом;τέν ναυμαχίαν πεζομαχίαν καθίστασθαι Thuc. — превратить (свое) морское сражение в сухопутное;τέν ζόην καταστήσασθαι ἀπό τινος Her. — снискивать себе пропитание чем-л.;καταστῆσαι τὸν ἀκροατέν εἰς τὰ πάθη Arst. — разжечь страсти в слушателе;ἐλεεινὸν κ. ἑαυτόν Arst. — возбудить сострадание к себе;εἰς βίον ἄτυφον κ. ἑαυτόν Plut. — зажить непритязательной жизнью;ἀπωτάτω κ. τινος Plut. — увести далеко от чего-л.12) повергать, ввергать(τέν πόλιν ἐν πολέμῳ Plat.; εἰς συμφοράς Isocr.; τινὰ εἰς κινδύνους Anth.)
13) приходить, прибывать, поселяться(ἐς Αἴγιναν Her.; ἐς Ῥήγιον Thuc.)
ὅποι καθέσταμεν ; Soph. — куда мы прибыли?14) быть выставляемым15) быть назначаемым16) тж. med. становиться(ἐχθρός τινος καθίσταμαι NT.; ἀντὴ φίλου πολέμιον κ. Her.)
φύλαξ δέ μου πιστέ κατέστης Soph. — ты стала верным моим стражем17) тж. med. приходить (в какое-л. состояние), вступать(ἐς πόλεμόν τινι Eur., Arst., Plut.; εἰς μάχην Her., Plut.; εἰς διαφορὰν πρός τινα Plut.)
κ. ἐς τέν βασιλείαν Xen. — вступать на престол;κ. ἐς φόβον Her. — приходить в ужас;κ. ἐς λύπην Thuc. — впадать в уныние, опечаливаться;τίνι τρόπῳ καθέστατε ; Soph. — в каком вы положении?, что с вами?;ἐν οἵῳ τρόπῳ κατέστη ; Thuc. — как (это) возникло?;ἄπαρνος καθίστασθαί τινος Soph. — отрицать что-л.18) успокаиваться, униматься(ὅ θόρυβος κατέστη Her.; ἥ στάσις κατέστη Arst.)
ὅταν ἥ λίμνη καταστῇ Arph. — когда озеро спокойно;ἕως τὰ πράγματα κατασταίη Lys. — пока дела не уладятся;νόσημα κατέστη αὐτόματον Arst. — болезнь сама собой прекратилась;ὅταν νοσῶν τις καταστῇ Arst. — когда какой-л. больной выздоровеет;πνεῦμα καθεστηκός Arph. — спокойный ветер;θάλασσα καθεστηκυῖα Polyb. — спокойное море;καθεστῶτι προσώπῳ Plut. — со спокойным выражением лица;καθεστηκυῖα ἡλικία Plat. — спокойный (зрелый) возраст;καθεστηκυῖα τιμή Dem. — установившаяся цена;ἔξω τοῦ καθεστηκότος εἶναι Luc. — быть вне себя19) (как pf.-praes.) бытьὁ κατεστεὼς κόσμος Her. — установленный, т.е. существующий (государственный) строй;
τὰ καθεστῶτα Arst. — сложившиеся обстоятельства;τὸ γίγνεσθαι καὴ ἀπόλλυσθαι ταὐτὸν καθέστηκε τῷ ἀλλοιοῦσθαι Arst. — возникновение и исчезновение есть то же самое, что изменение -
28 κομιζω
(эп. aor. ἐκόμισσα и дор. ἐκόμιξα, эп. inf. κομιζέμεν; med.: fut. κομιοῦμαι - ион. κομιεῦμαι, aor. ἐκομισάμην - эп. ἐκομισσάμην и κομισσάμην)1) заботиться, окружать вниманием(τὸν γηράσκοντα Hom.)
2) воспитывать, выращивать, лелеять(τινὰ κ. καὴ ἀτιταλλέμεναι Hom.)
3) выкармливать, вскармливать(τυρῷ καὴ μέλιτι καὴ οἴνῳ, sc. τινά Hom.)
4) med. радушно принимать у себя(τινὰ ᾧ ἐνὴ οἴκῳ Hom.)
5) заботиться, исполнять, делать(τὰ ἑαυτοῦ ἔργα Hom.; med. ἔργα Δημήτερος Hes.)
κτήματα κ. Hom. — управлять хозяйством6) спасать(τινὰ θανάτου Pind.)
κόμισαί με Hom. — спаси меня7) спасать от забвения, увековечивать(τὰ καλὰ ἔργα Pind.)
8) уносить(χρυσόν, νεκρόν Hom.)
ἔγχος ἐν χροῒ κομίσασθαι Hom. — унести в своем теле копье, т.е. получить рану от копья;ἔξω κ. ὀλεθρίου πηλοῦ πόδα погов. Aesch. — вытащить ногу из гибельного болота, т.е. избежать опасности;κ. χλαῖναν Hom. — поднять (брошенную) одежду;πέμψαι κ. τι Hom. — отослать что-л.9) уводить(δόμων ἔσω τινά Aesch.)
10) увозить(τινὰ ἐν ἁμάξῃ, τὸ ἄγαλμα ἐπὴ Δήλιον Her.)
11) угонять(ἵππους Hom.; ποίμνας ἐς δόμους Soph.)
12) med. отправляться(πεζῇ Her.; διὰ θαλάττης Plut.)
13) приносить(ἀλάβαστρον μύρου NT.)
14) привозить, доставлять(ἐξ ἄλλης πόλεως τι, med. τὸ ξενικὸν νόμισμα Plat.)
κομισθεὴς οἴκαδε μέλλων θάπτεσθαι Plat. — доставленный на родину для погребения15) приводить(τὰς ναῦς Thuc.)
16) med.-pass. возвращаться(ἐπ΄ οἴκου Thuc.; εἰς τέν ἀγοράν Polyb.)
17) вводить(τέν φιλοσοφίαν εἰς τοὺς Ἕλληνας Isocr.)
18) выставлять, выдвигать, провозглашать(δόξαν τινά Arst.)
19) внушать(θράσος τινί Aesch.)
20) med. добывать себе, получать, приобретать(χρήματα ναυτικά Lys.; σώφρονα χάριν Thuc.; ἔπαινον Soph.; δόξαν ἐσθλήν Eur.; τέν ἀξίαν παρὰ θεῶν Plat.; τὸν ἀμαράντινον τῆς δόξης στέφανον NT.)
τὸ τριώβολον οὐ κομιεῖται Arph. — он не получит и триобола21) med. взимать, взыскивать(τὸν ἔρανον Arst.; τόκον παρά τινος Dem.)
22) med. брать или получать обратно(τέν βασιλείαν Arph.; τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους Thuc.)
-
29 μεθιστημι
ион. μετίστημι1) реже med. (из)менять(τὰ νόμιμα Her.; ὄνομα, τοὺς τρόπους Eur.)
μ. χρώματος Arph. — менять цвет;μ. εἰς δουλείαν Plut. — попадать в рабство2) перемещатьμ. πόδα εἰς ἄλλην χθόνα Eur. — отправляться в другую страну;
μετάστησόν (με) θεᾶς σφαγίων Eur. — увези меня от кровавой богини;μεταστῆναι ἐν Αἰγίνῃ Dem. — быть сосланным в Эгину3) переносить(τέν δυναστείαν εἰς ἑαυτόν Polyb.)
4) выводить (из какого-л. состояния)μ. τινὰ ὕπνου Eur. — пробудить кого-л. ото сна;
μ. τινὰ νόσου Soph. — исцелить кого-л. от болезни5) переубеждать или совращать(ἱκανὸν ὄχλον NT.)
6) выходить, уходить, покидать(ἐκ τῆς τάξιος Her.; στρατῷ Aesch.; ἔξω τῆς οἰκουμένης Aeschin.)
μ. βίου и βίον Eur. — уходить из жизни, умирать;μετάσταθ΄, ἀπόβαθι! Soph. — уходи!;ἐκ κύκλου μεταστάς Soph. — вышедший из круга7) удалять, устранять(τινά NT., med. Her., Thuc. etc.)
; pass. быть отстраняемым(τῆς οἰκονομίας NT.)
8) переходить(ἔκ τινος εἴς τι Plat.; ἀπό τινος, παρά и πρός τινα Thuc.; εἰς ἕτερον τόπον Plat.; med.-pass.: ἑτάροισι Hom.; πρὸς τοὺς ὑπερδεξίους τόπους Polyb.)
χωρία πρὸς Λακεδαιμονίους μεθεστηκότα Xen. — страны, перешедшие на сторону лакедемонян9) (пере)меняться, поворачивать(εἰς τὸ λῷον Eur.; τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης Her.)
10) уходить, исчезать(μεθέστηκεν χόλος Eur.)
11) тж. med.-pass. переставать, прекращатьμεθίσταμαι κότου Aesch. — я уже не сержусь;
μ. φόβου Eur. — переставать бояться;μ. κακῶν Eur. — освободиться от страданий12) выходить, возникать(πολιτεία ἐξ ἦς ἥ ὀλιγαρχία μετέστη Plat.)
-
30 περαω
I(fut. περάσω с ᾱ - эп. περήσω, aor. ἐπέρᾱσα - эп. ἐπέρησα и πέρησα, pf. πεπέρᾱκα)1) переезжать, переплывать, проплывать, направляться(δι΄ Ὠκεανοῖο, θάλασσαν Hom.; διὰ πόρον Aesch.; ὕδωρ Hes.; πέλαγος Αἰγαῖον Soph.)
2) переходить, проходить, проникать, входить(διὰ στέρνοιο HH.; διὰ Κυανέας ἀκτάς, πόλεις, δόμους, Δελφούς Eur.; ποτὴ Φᾶσιν Pind.)
π. ὀστέον εἴσω Hom. — вонзиться в кость;π. ὀδόντας Hom. — пробивать зубы;κίνδυνον π. Aesch. — пройти сквозь опасность;φύλακας π. Her. — (незаметно) миновать стражу;π. ἄστυ Aesch. — пройти (через) город;τάφρος ἀργαλέη περάαν Hom. — труднопроходимый ров;π. πλοῦν Xen. — совершать морское путешествие;ἐπιπόνως διὰ γήρως π. Xen. — проводить старость в тяжелом труде;εὐδαίμων π. Xen. — (про)жить счастливо3) выходить, переступать(δωμάτων ἔξω Soph.; τέν ἡβητικέν ἡλικίαν Xen.)
π. τέρμα τοῦ βίου Soph. — переступить пределы жизни, т.е. умереть;π. θυμοῦ Soph. — перестать сердиться;ὑπὸ σκηνῆς πόδα π. Soph. — выходить из шатра4) пропускатьπ. κατὰ δειρῆς HH. — пропускать сквозь горло, т.е. глотать, есть
5) преступать, нарушать(ὅρκων μηδέν Aesch.)
6) переступать дозволенные пределы, заходить слишком далекоπερᾷς γάρ, περᾷς Soph. — ты заходишь слишком далеко, т.е. не знаешь меры
II(fut. περάσω с ᾰ; aor. ἐπέρᾰσα, ἐπέρασσα и πέρᾰσα; inf. fut. περάᾱν с ρᾰ; part. pf. pass. πεπερημένος) продавать в рабство(τινα Λῆμνον и ἐς Λῆμνον, πρὸς δώματα, ἐπὴ νήσων, κατ΄ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους Hom.)
-
31 πημα
- ατος τό1) беда, бедствие, несчастье, страданиеπ. δύης Hom. — тяжелое бедствие;
πήμκτα ἐπὴ πήμασι Soph. — несчастья за несчастьями;πημάτων ἔξω πόδα ἔχειν Aesch. — выбраться из бед2) перен. бич, гроза(π. Τρωσί, sc. Ἀχιλλεύς Hom.; Κρέων δέ σοι π. οὐδέν, ἀλλ΄ αὐτὸς σὺ σοί Soph.)
-
32 υπερτεινω
1) растягивать, распростирать, раскладывать сверхуσκιὰν ὑ. σειρίου κυνός Aesch. — раскидывать тень (для защиты) от каникулярного (палящего) солнца;
ξύλα ὑ. Her. — настилать брусья;ὑ. τι κάρα Eur. — покрывать лицо чем-л.;χεῖρ΄ ὑ. τινός Eur. — простирать руку (помощи) над кем-л.;ἀκτῆς ὑ. πόδα Eur. — протягивать ногу, т.е. бросаться в море с берега;τέν τιμωρίαν ὑ. Plut. — назначать слишком строгое наказание2) протягиваться, торчать(εἰς τὸ ἔξω Xen.)
κεραία ὑπερτείνουσα ὑπὲρ τοῦ τείχους Thuc. — балка, выступающая со стены3) превосходить, превышать, тж. преобладатьὑ. τινός Dem., Arst. — превосходить кого(что)-л.;
ὑ. τινί Arst. — превосходить в чем-л.;ὑ. τῷ πλήθει или τὸ πλῆθος Arst. — преобладать численно;ὑ. τοῖς χρόνοις τι Arst. — быть древнее чего-л.;ὑ. τὸ κέρας Xen. — охватывать (неприятельский) фланг4) становиться чрезмерным(ὅταν ὑπερτείνῃ ὅ κίνδυνος Arst.)
-
33 καλός
1 of actions, noble, honourable ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (Aristarchus: ἐσλὸν κακοῖς codd.) O. 2.97πολλοὶ δὲ μέμνανται, καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11
φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα P. 7.19
ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.30
ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑμὶ σὺν τρόπῳ N. 7.14
διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς καλῶν ἄσβεστος αἰεί I. 4.42
μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ ἑκατόμπεδοι ἐν σχέρῳ κέλευθοι I. 6.22
ὁ δὲ καλόν τι πονήσαις Pae. 2.66
θνᾴσκει δὲ σιγαθὲν καλὸν ἔργον fr. 121. 4. σὺν δ' ἀνάγκᾳ πὰν καλόν fr. 122. 9. cf. ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχών some new honour P. 8.88a of living things, handsomeἦν δ' ἐσορᾶν καλός O. 8.19
ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς κάλλιστά τε ῥέξαις O. 9.94
( Ἁγησίδαμον)ἰδέᾳ τε καλὸν ὥρ ᾳ τε κεκραμένον O. 10.103
εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7
καλός τοι πίθων παρὰ παισὶν αἰεὶ καλός P. 2.72
—3.ἐξαίρετον γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν P. 4.123
ἐὼν καλὸς ἔρδων τ' ἐοικότα μορφᾷ N. 3.19
ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας ὀπώραν I. 2.4
b of things. ἀλλ' οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν O. 3.23 δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι, καλὸν πῆμα the effigy of Hera, embraced by Ixion P. 2.403 pro subs.,a s., work of beautyἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ἔπος εἰπόντ' ἀγαθὸν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.46
b pl.,I blessingsἁπάντων καλῶν ἄμμορος O. 1.84
ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ O. 8.86
ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ, νεώτατον καλῶν P. 8.33
οἰκείων παρέσφαλεν καλῶν θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.31
πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν I. 5.15
τίνι τῶν πάρος, ὦ μάκαιρα Θήβα, καλῶν ἐπιχωρίων μάλιστα θυμὸν τεὸν εὔφρανας; I. 7.2 τόσσαι καλῶν fr. 22. καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι fr. 42. 3.II noble actions, achievementsκαλὰ ἔρξαις ἀοιδᾶς ἄτερ O. 10.91
δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν O. 13.45
ὅσαι τ' εἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι, τετόλμακε P. 5.116
κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν P. 9.96
θεόθεν ἐραίμαν καλῶν P. 11.50
τόλμαν τε καλῶν ἀρομένῳ σύνεσιν οὐκ ἀποβλάπτει φρενῶν ( courage for noble deeds: sc. Μοῖρα) N. 7.59III what is fine, good to hear, see.φάμενἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35
ἔχω καλά τε φράσαι O. 13.11
καλὰ μελπόμενος N. 1.20
τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω i. e. the fair side P. 3.83IV in wider sense, good, things nobleξένον καλῶν τε ἴδριν ἅμα καὶ δύναμιν κυριώτερον O. 1.104
στρατὸν μηδ' ἀπείρατον καλῶν O. 11.18
μὴ παρίει καλά P. 1.86
φαντὶ δ' ἔμμεν τοῦτ ἀνιαρότατον καλὰ γινώσκοντ ἀνάγκᾳ ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.288
ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ καλῶν δάμασεν (fort. corruptum) I. 8.70 -
34 διορίζω
A : [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense (v. infr. 1.3):—draw a boundary through, delimit, separate, Hdt.4.42;τὴν Εὐρώπην ἀπὸ τῆς Ἀσίης D.S.1.55
;δίχα δ. Pl.Sph. 267a
: metaph.,οὐ στενῷ τῷ ἰσθμῷ διώρισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον Luc.Hist.Conscr.7
.2 distinguish, determine, define,τὰ οὐνόματα Hdt.4.45
;θεοῖσι.. γέρα τίς ἄλλος ἢ 'γὼ.. διώρισεν; A.Pr. 440
; πτῆσιν οἰωνῶν.. διώρισα, of auguries, ib. 489; σῖτον δ' εἰδέναι δ. so as to know it, Id.Fr. 182;γλυκὺν οἶνον καὶ οἰνώδεα Hp.Acut.50
;δ. ἀκούσιά τε καὶ ἑκούσια Pl.Lg. 860e
, cf. Cra. 391d;δ. περὶ ἐνεργείας τί ἐστιν Arist.Metaph. 1048a26
; define logically,δ. κατὰ τὰς διαφοράς Id.Top. 146b20
, cf. EN 1103a3 ([voice] Pass.), etc.:—[voice] Med., pronounce clearly,Alex.
301.3 determine, declare, : c. inf., determine one to be so and so,καθαρὸν διώρισεν εἶναι D.20.158
: with inf. omitted, :— [voice] Med., δηλοῖ καὶ δ. ὅτι .. D.18.40; διορισαμένων ὅπως .. Id.56.11;διορίσασθαι τίς αἱρετώτατος βίος Arist.Pol. 1323a15
: [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense,ἃ χρὴ ποιεῖν διωρίσμεθα D.24.192
:—[voice] Pass., διώρισται ὁπότερον .. And.4.8; it being prescribed,Lys.
30.4; ;ἐν τῷ διωρισμένῳ χρόνῳ PTeb. 105.33
(ii B. C.), etc.: impers., διοριεῖται περί τινος we will give precepts about.., Hp.Art.9;ἐν οἷς [λόγοις] διώρισται περὶ τῶν ἠθικῶν Arist.Pol. 1282b20
, cf. EN 1136a10.4 draw distinctions, lay down definitions,οὐδ' ὁτιοῦν διορίζων D.21.104
;τοῦτό μοι.. διόρισον Pl. Grg. 488d
:—mostly in [voice] Med.,δ. περί τινος And.3.12
, Isoc.3.5, Arist. Ph. 200b15;πρὸς ἀλλήλους Pl.Grg. 457c
; δίκην διωρίσω didst settle the conditions of the trial, Ar.Ach. 364.II remove across the frontier, banish,ἔξω τῶν ὅρων Pl.Lg. 873e
;τὸν ἐνθένδε πόλεμον εἰς τὴν ἤπειρον Isoc.4.174
;τινὰ ὑπὲρ θυμέλας E. Ion46
: generally, carry abroad,στράτευμα Τροίαν ἔπι Id.Hel. 394
; δ. πόδα to depart, ib. 828.IV [voice] Pass., to be discontinuous, opp. συνάπτω, Arist.Cat. 4b28; διωρισμένος, opp. συνεχής, ib.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διορίζω
-
35 καθίστημι
A in causal sense:—[voice] Act., in [tense] pres., [tense] impf., [tense] fut., and [tense] pf.καθέστᾰκα Hyp.Eux.28
, LXXJe.1.10, D.H.Dem.54, D.S.32.11, etc.; onceκαθέστηκα PHib.1.82i14
(iii B. C.): [tense] plpf.- εστάκει Demetr.
Sceps. ap. Ath.15.697d:—also in [voice] Med., [tense] fut. (Paus.3.5.1), [tense] aor. 1, more rarely [tense] pres. (infr. A. 11.2):— set down,κρητῆρα καθίστα Il.9.202
; νῆα κατάστησον bring it to land, Od.12.185; κ. δίφρους place, station them, before starting for the race, S.El. 710; ποῖ [ δεῖ] καθιστάναι πόδα; E.Ba. 184;κ. τινὰ εἰς τὸ φανερόν X.An.7.7.22
; set up, erect, of stones, Inscr.Cypr.94, 95 H.:—[voice] Med., [ λαῖφος] κατεστήσαντο βοεῦσι steadied it, h.Ap. 407.2 bring down to a place,τούς μ' ἐκέλευσα Πύλονδε καταστῆσαι Od.13.274
: generally, bring,κ. τινὰ ἐς Νάξον Hdt.1.64
, cf. Th.4.78; esp. bring back,πάλιν αὐτὸν κ. ἐς τὸ τεῖχος σῶν καὶ ὑγιᾶ Id.3.34
;κ. τοὺς Ἕλληνας εἰς Ἰωνίαν πάλιν X.An.1.4.13
; without πάλιν, replace, restore,ἐς φῶς σὸν κ. βίον E.Alc. 362
; ἃς (sc. τὰς κόρας) οὐδ' ὁ Μελάμπους.. καταστήσειεν ἄν cure their squint, Alex.112.5; ἰκτεριῶντας κ. Dsc.4.1; τὸ σῶμα restore the general health, Hp.Mul. 2.133:—[voice] Med., κατεστήσαντο (v.l. for κατεκτήσαντο)εὐδαιμονίαν Isoc. 4.62
:—[voice] Pass., οὐκ ἂν ἀντὶ πόνων Χάρις καθίσταιτο would be returned, Th. 4.86.3 bring before a ruler or magistrate, Hdt.1.209, PRyl.65.10 (i B. C.), etc.;τινὰ ἐπί τινα PCair.Zen.202.6
(iii B. C.), POxy.281.24 (i A. D.).2 ordain, appoint, , cf. 25: usu. without the inf.,κ. τινὰ ὕπαρχον Id.7.105
; ἄλλον [ ἄρχοντα]ἀντὶ αὐτοῦ X.Cyr.3.1.12
, etc.;βασιλέα ἐπί τινας LXX 1 Ki.8.5
, al.;τινὰ ἐς μοναρχίαν E.Supp. 352
;ἐπὶ τὰς ἀρχάς Isoc.12.132
;τινὰ τύραννον Ar.Av. 1672
;κ. ἐγγυητάς Hdt.1.196
, Ar.Ec. 1064; δικαστάς, ἐπιμελητάς, νομοθέτας, Id.Pl. 917, X.Cyr.8.1.9, D.3.10 (sed leg. καθίσατε, cf.καθίζω 1.4
); of games, etc., γυμνικοὺς ἀγῶνας κ. Isoc.4.1: rarely c. inf.,οἱ καθιστάντες μουσικῇ.. παιδεύειν Pl.R. 410b
:—so in [voice] Pass.,κυβερνᾶν κατασταθείς X. Mem.1.7.3
: [tense] aor. [voice] Med., appoint for oneself,τύραννον καταστησάμενοι παρὰ. σφίσι αὐτοῖσι Hdt.5.92
.á;ἄρχοντας X.An.3.1.39
, etc.b esp. of laws, constitutions, ceremonies, etc., establish, νόμους, τελετάς, E.Or. 892, Ba.21, etc.; πολιτείαν, δημοκρατίαν, Arist.Ath.7.1, Decr.ib. 29.3;ὀλιγαρχίαν Lys.12.42
; also, set in order, arrange, :—also in [voice] Med., ; ; ;πόλεις ἐπὶ τὸ ὠφέλιμον Id.1.76
; [ Εὔβοιαν] ὁμολογίᾳ ib. 114; πρὸς ἐμὲ τὸ πρᾶγμα καταστήσασθαι settle it with me, D.21.90.3 bring into a certain state,τινὰ ἐς ἀπόνοιαν Th.1.82
;ἐς ἀπορίαν Id.7.75
;εἰς ἀνάγκην Lys.3.3
;εἰς αἰσχύνην Pl.Sph. 230d
;εἰς ἐρημίαν φίλων Id.Phdr. 232d
; ;τινὰ εἰς ἀσφάλειαν Isoc.5.123
; τίνας εἰς ἀγῶνα καθέστακα; Hyp.Eux. 28, cf. Lycurg.2;κ. τινὰ ἐν ἀγῶνι καὶ κινδύνῳ Antipho 5.61
;τὴν πόλιν ἐν πολέμῳ Pl.Mx. 242a
;τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ X.Cyr.4.5.28
; κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν present himself for trial, Th.1.131, cf. Lycurg.6; κ. τινὰ εἰς τοὺς ἀρχικούς reckon him as one of.., X.Mem.2.1.9.4 c. dupl. acc., make, render so and so,ψευδῆ γ' ἐμαυτόν S.Ant. 657
;ἡ ἐπιθυμία κ. τινὰ ἀμνήμονα Antipho 2.1.7
; τὸ πιστὸν ὑμᾶς ἀπιστοτέρους κ. Th.1.68; κ. τι φανερόν, σαφές, Id.2.42, 1.32; τινὸς ἐπίπονον τὸν βίον κ. Isoc.10.17: c. part., κλαίοντα καθιστάναι τινά bring one to tears, E.Andr. 635: rarely c. inf., κ. τινὰ φεύγειν make him fly, Th.2.84, cf. E.Alc. 283, Luc.Charid.8:—[voice] Pass., .5 [voice] Med., get for oneself, .6 make, in periphrases,πάννυχοι.. διάπλοον καθίστασαν A.Pers. 382
:—[voice] Med., κρυφαῖον ἔκπλουν οὐδαμῇ καθίστατο ib. 385.B intr. in [tense] aor. 2, [tense] pf. καθέστηκα, and [tense] plpf. of [voice] Act. (also [tense] fut.καθεστήξω Th.3.37
, 102), and all tenses of [voice] Med. (exc. [tense] aor. 1 ) and [voice] Pass.: [tense] pf. καθέσταμαι in later Greek, IG22.1006.24 (ii B. C.), LXXNu.3.32, etc.:—to be set, set oneself down, settle, ἐς [ Αἴγιναν] Hdt.3.131, cf. Th.4.75; [ ὀδύναι]καθίσταντο ἐς ὑπογάστριον Hp.Epid.7.97
; of joints, ἐξίσταται ἀνωδύνως καὶ κ. goes out of joint and in again, Id.Art.8; κ. ἐς Ῥήγιον to make R. a base of operations, Th.3.86; simply, to be come to a place,ὅποι καθέσταμεν S.OC23
.b come before another, stand in his presence, Pi.P.4.135;λέξον καταστάς A.Pers. 295
(unless it be taken in signf. 4), cf. Hdt.1.152;κ. ἐς ὄψιν τινός Id.7.29
; , cf. 156;καταστὰς ἐπὶ τὸ πλῆθος ἔλεγε Th.4.84
.2 to be set as guard,ὑπό τινος Hdt.7.59
, cf. S.OC 356, X.An.4.5.19, etc.; to be appointed,δεσπότης.. καθέστηκα E.HF 142
;στρατηλάτης νέος καταστάς Id.Supp. 1216
; κ. Χορηγὸς εἰς Θαργήλια, στρατηγός, etc., Antipho 6.11, Isoc.4.35, etc.;οἱ πρόβουλοι καθεστᾶσιν ἐπὶ τοῖς βουλευταῖς Arist.Pol. 1299b37
; δικτάτωρ.. καθε[ στάμενος τὸ τέταρτον], = Lat. dictator designatus quartum, of Caesar, IG12(2).35b7 (Mytil.).4 also, stand or become quiet or calm, of water,ὅταν ἡ λίμνη καταστῇ Ar.Eq. 865
, cf. PHolm.16.3; θάλασσα γαληνὴ καὶ κ. Plb.21.31.10; πνεῦμα λεῖον καὶ καθεστηκός calm and settled, Ar.Ra. 1003; ὁ θόρυβος κατέστη subsided, Hdt.3.80; of laughter, Philostr. VA3.4; of a swelling, Hp.Prog.7;ἕως τὰ πράγματα κατασταίη Lys. 13.25
; also of persons, καταστάς composedly, A.Pers. 295 (but v. supr. 1b); [ ἡ ψυχὴ]καθίσταται καὶ ἠρεμίζεται Arist.Ph. 248a2
; ὁρῶμεν [ τοὺς ἐνθουσιαστικοὺς]..καθισταμένους Id.Pol. 1342a10
;καθεστηκυίας τῆς διανοίας Ocell.4.13
; καθεστῶτι προσώπῳ with composed, calm countenance, Plu.Fab.17;μαίνεσθαι καὶ ἔξω τοῦ καθεστηκότος εἶναι Luc.Philops.5
; τίς ἂν καθεστηκὼς φήσαιε; what person of mature judgement would say.. ? Phld.Po.5.15; ἡ καθεστηκυῖα ἡλικία middle age, Th.2.36; ἡλικία μέση καὶ κ. Pl.Ep. 316c; οἱ καθεστηκότες those of middle age, Hp.Aph.1.13: also, with metaphor from wine, mellow, of persons, Alex.45.8.5 come into a certain state, become, and in [tense] pf. and [tense] plpf., to have become, be,ἀντὶ φίλου πολέμιόν τινι κ. Hdt. 1.87
;οἱ μὲν ὀφθαλμῶν ἰητροὶ κατεστέασι, οἱ δὲ κεφαλῆς Id.2.84
;ἔμφρων καθίσταται S.Aj. 306
;τῶν ἄνωθεν ὑπόπτων καθεστώτων Epicur. Sent.13
;ἐς μάχην Hdt.3.45
;ἐς πόλεμον ὑμῖν καὶ μάχην κ. E.HF 1168
;ἐς πάλην καθίσταται δορὸς τὸ πρᾶγμα Id.Heracl. 159
;ἐς τὴν ἴησιν Hp.Prorrh.2.12
; ἐς τὸ αὐτό they recover, Id.Coac. 160 (later abs.,καταστῆναι καὶ μηδενὸς ἔτι φαρμάκου δεηθῆναι Gal.Vict.Att.1
);ἐς τοὺς κινδύνους Antipho 2.3.1
;ἐς φόβον Hdt.8.12
, Th.2.81; ἐς δέος, λύπην, Id.4.108,7.75;ἐς φυγήν Id.2.81
;ἐς ἔχθραν τινί Isoc.9.67
; εἰς ὁμόνοιαν, εἰς πολλὴν ἀθυμίαν, Lys.18.18, 12.3; καταστῆναι ἐς συνήθειάν τινος τὴν πόλιν ποιεῖν make the city become accustomed to it, Aeschin.1.165; had been,Hdt.
1.92, cf. 9.37;ἐν δείματι μεγάλῳ κατέστασαν Id.7.138
; καταστάντων σφι εὖ τῶν πρηγμάτων ib. 132; τίνι τρόπῳ καθέστατε; in what case are ye? S.OT10; φονέα με φησὶ.. καθεστάναι ib. 703;ἄπαρνος δ' οὐδενὸς καθίστατο Id.Ant. 435
;κρυπτὸς καταστάς E.Andr. 1064
;οἱ ἐν τούτῳ τῆς ἡλικίας καθεστῶτες ἐν ᾧ.. Antipho 2.1.1
; ἐν οἵῳ τρόπῳ [ἡ τῶν Ἀθηναίων ἀρχὴ] κατέστη how it came into being, Th.1.97, cf. 96; ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου (sc. τοῦ πολέμου ) from its first commencement, Id.1.1.6 to be established or instituted, prevail,καί σφι μαντήϊον Διὸς κατέστηκε Hdt.2.29
; ἄγραι.. πολλαὶ κατεστᾶσι ib.70, cf. 1.200; ὅδε σφι νόμος κατεστήκεε ib. 197;βροτοῖσιν ὃς καθέστηκεν νόμος E. Hipp.91
: c. inf.,θεὸν Ἀμφιάραον πρώτοις Ὠρωπίοις κατέστη νομίζειν Paus.1.34.2
: [tense] pf. part., existing, established, prevailing, τὸν νῦν κατεστεῶτα κόσμον Hdt 1.65;ἦν κατεστηκὸς οὐδὲν φόρου πέρι Id.3.89
; τοὺς κατεστεῶτας τριηκοσίους the regular 300, Id.7.205;οἱ καθεστῶτες νόμοι S.Ant. 1113
, Ar.Nu. 1400; τὰ καθεστῶτα the present state of life, S.Ant. 1160; also, existing laws, usages, τὰ τότε κ., τά ποτε κ., Pl.Lg. 798b, Isoc.7.56;ἐπὶ τοῖσι κατεστεῶσι ἔνεμε τὴν πόλιν Hdt.1.59
.7 of purchases, cost, πλέον ἢ ὅσου ἐμοὶ κατέστησαν more than they stood me in, And.2.11, cf. Plu.2.349a.8 stand against, oppose, πρός τινα dub. l. in Plb.23.18.5:—[voice] Pass.,Τιτήνεσσι κατέσταθεν Hes. Th. 674
.C [tense] aor. 1 [voice] Med. and sts. [tense] pres. [voice] Med. are used in trans. sense, v. supr. A. 11.2sq.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθίστημι
-
36 κλίνω
Aκλῐνῶ Lyc.557
, ( ἐγκατα-) Ar.Pl. 621: [tense] aor. 1ἔκλῑνα Il.5.37
, etc.: [tense] pf.κέκλῐκα Plb.30.13.2
:—[voice] Med., [tense] aor.ἐκλινάμην Od.17.340
, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut. κλῐθήσομαι συγ-) E.Alc. 1090, ( κατα-) D.S.8 Fr.19: [tense] fut. 2κατα-κλῐνήσομαι Ar.Eq.98
, Pl.Smp. 222e, also κεκλίσομαι dub. in A.D.Pron.22.7: [tense] aor. 1 ἐκλίθην [ῐ] Od.19.470, S.Tr. 101 (lyr.), 1226, E.Hipp. 211 (anap.), freq. in Prose; poet. also ἐκλίνθην, v. infr. 11.1,2,3: [tense] aor. 2 ἐκλίνην [ῐ] only in compds.,κατακλῐνῆναι Ar.V. 1208
, 1211, X.Cyr.5.2.15, etc.;ξυγκατακλῐνείς Ar.Ach. 981
: [tense] pf. κέκλῐμαι (v. infr.); inf.κεκλίσθαι A.D.Synt.325.3
, but κεκλίνθαι v.l. ib.47.1. ( κλῐ-ν-ψω, for. root κλῐ: κλει-, cf. κλειτύς; Skt. śráyati 'cause to lean', 'support', Lat.clinare, clivus.):—cause to lean, make to slope or slant, ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς when he inclines or turns the scale, Il.19.223; Τρῶας δ' ἔκλιναν Δαναοί made them give way, 5.37, cf. Od.9.59;ἐπεί ῥ' ἔκλινε μάχην Il.14.510
;ἔκλινε γὰρ κέρας.. ἡμῶν E.Supp. 704
; alsoἐκ πυθμένων ἔκλινε.. κλῇθρα S.OT 1262
:— [voice] Med., Περσῶν κλινάμενοι [δύναμιν] IG12.763.2 make one thing slope against another, i.e. lean, rest it,τι πρός τι Il.23.171
, cf. 510; : c.dat., ἔστησαν σάκε' ὤμοισι κλίναντες, i.e. raising their shields so that the upper rim rested on their shoulders, 11.593.3 turn aside, (lyr.); ὄσσε πάλιν κλίνασα having turned back her eyes, Il.3.427; τὰς ἐκ τῶν ἀριστερῶν [φλέβας] ἐπὶ τὰ δεξιὰ κ. turn to.., Pl.Ti. 77e.4 make another recline, ἐν κλίνῃ κλῖναί τινας make them lie down at table, Hdt.9.16;κλῖνόν μ' ἐς εὐνήν E. Or. 227
;κλίνατ', οὐ σθένω ποσίν Id.Alc. 267
(lyr.): metaph., ἡμέρα κλίνει τε κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια puts to rest, lays low, S. Aj. 131.5 in Magic, make subservient,ψυχήν PMag.Par.1.1718
.II [voice] Pass., lean, ; ὁ δ' ἐκλίνθη, καὶ ἀλεύατο κῆρα μέλαιναν he bent aside, 7.254; of a brasen foot-pan, ἂψ δ' ἑτέρωσ' ἐκλίθη it was tipped over, Od.19.470; of battle, turn,ἐκλίνθη δὲ μάχη Hes.Th. 711
; of a body in equilibrium,οὐδαμόσε κλιθῆναι Pl.Phd. 109a
, cf. Archim. Fluit.1.8,al.2 lean, stay oneself upon or against a thing, c. dat.,ἀσπίσι κεκλιμένοι Il.3.135
; κίονι, κλισμῷ κεκλιμένη, Od.6.307, 17.97;ἠέρι δ' ἔγχος ἐκέκλιτο καὶ ταχἔ ἵππω Il.5.356
(s.v.l.);ἐν δορὶ κεκλιμένος Archil.2
(also in [voice] Med.,κλινάμενος σταθμῷ Od.17.340
);κεκλιμένοι καλῇσιν ἐπάλξεσιν Il.22.3
;πρὸς τοῖχον ἐκλίνθησαν Archil.34
;ξύλα ἐς ἄλληλα κεκλιμένα Hdt.4.73
; ὅταν τύχωσι (sc. αἱ ἄτομοἰ τῇ περιπλοκῇ κεκλιμέναι when they chance to be propped (i.e. checked) by the interlacing with others, Epicur.Ep.1p.8U.3 lie down, fall,ἐν νεκύεσσι κλινθήτην Il.10.350
, etc.; παραὶ λεχέεσσι κλιθῆναι lie beside her on the bed, Od.18.213, cf. S.Tr. 1226: in [tense] pf., to be laid, lie,ἔντεα.. παρ' αὐτοῖσι χθονὶ κέκλιτο Il.10.472
; φύλλων κεκλιμένων of fallen leaves, Od.11.194 ( φύλλα κεκλ. in Thphr.HP3.9.2, slanting leaves);Ληθαίῳ κεκλιμένη πεδίῳ Thgn.1216
; Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς laid by Alpheus' stream, Pi.O.1.92; ἐπὶ γόνυ κέκλιται has fallen on her knee, i.e.is humbled, A.Pers. 931 (lyr.);ὑπτία κλίνομαι S.Ant. 1188
;τὸ μὲν πρῶτον ἐρρήγνυτο τὸ τεῖχος, ἔπειτα δὲ καὶ ἐκλίνετο X.HG5.2.5
;οὐ νούσῳ.. οὐδ' ὑπὸ δυσμενέων δούρατι κεκλίμεθα AP7.493
(Antip. Thess.), cf. 315 (Zenod. or Rhian.), 488 (Mnasalc.), Epic.Oxy.214r.3.4 recline at meals,κλιθέντες ἐδαίνυντο Hdt.1.211
, cf. E.Cyc. 543, SIG 1023.48 (Cos, iii/ii B.C.); κλίθητι καὶ πίωμεν cj. in Com.Adesp.1203, cf. E.Fr. 691.5 of Places, lie sloping towards the sea, etc., lie near,ἁλὶ κεκλιμένη Od.13.235
; [νῆσοι] αἵ θ' ἁλὶ κεκλίαται ([dialect] Ep. for κέκλινται) 4.608: hence, of persons, lie on, live on or by, [Ὀρέσβιος] λίμνῃ κεκλιμένος Κηφισίδι Il.5.709
; , cf. 15.740; (lyr.); πλευρὰ πρὸς ἀνατολὰς κεκλιμένη, τὸ εἰς τὰς ἄρκτους κ., Plb.2.14.4, 1.42.5; Eiii 37 (Delph., ii B.C.).6 metaph., τῷδε μέλει κλιθείς having devoted himself to.., Pi.N.4.15 (also in [voice] Act., incline towards,τῶν πραγμάτων ἐπὶ Ῥωμαίους κεκλικότων Plb. 30.13.2
).III [voice] Med., decline, wane, καὶ κλίνεται (sc. τὸ ἦμαρ) S.Fr.255.6.IV intr. in [voice] Act., κ. πρὸς τὸ ξανθὸν χρῶμα incline towards.., Arist.Phgn. 812b3; κλίνοντος ὑπὸ ζόφον ἠελίοιο as the sun was declining, A.R.1.452; ἅμα τῷ κλῖναι τὸ τρίτον μέρος τῆς νυκτός as it came to an end, Plb.3.93.7;ἡ ἡμέρα ἤρξατο κλίνειν Ev.Luc.9.12
;ἡ πόλις ἐπὶ τὸ χεῖρον ἔκλινεν X.Mem.3.5.13
;τὸ κλῖνον ἀναλήμψεσθαι PFay.20.14
(iii/iv A.D.). -
37 μεθίστημι
A causal, in [tense] pres. and [tense] impf., [tense] fut. and [tense] aor. 1, place in another way, change, τοι ταῦτα μεταστήσω I will change thee this present, i. e. give another instead, Od.4.612;μ. τὰ νόμιμα πάντα Hdt.1.65
; ὄνομα, τύχην, E.Ba. 296, Heracl. 935;τὸ μέγα εἰς οὐδὲν χρόνος μ. Id.Fr. 304
(lyr.);μ. νόμους X.HG5.4.64
;ταύτην τὴν πολιτείαν Pl.R. 562c
; ; ἐς ὀλιγαρχίαν μ. [ τὴν πολιτείαν] X.HG2.3.24; ἐξ ὀλιγαρχίας ἐς τὸ δημοκρατεῖσθαι μ. τοὺς Βυζαντίους ib.4.8.27; τὰ ἐκεῖ πάντα πρὸς Λακεδαιμονίους ib.2.2.5; also ἐκ τῆς καθεστηκυίας ἄλλην μ. [ πολιτείαν] introduce a new polity, Arist.Pol. 1301b8;μ. βασιλείαν ἀντὶ τυραννίδος Pl.Ep. 319d
.2 c. gen. partit., οὐ μεθίστησι τοῦ χρώματος he changes [ nothing] of his colour, Ar.Eq. 398 (lyr.).3 remove from one place to another, Th.4.57;ὠστράκιζον καὶ μεθίστασαν ἐκ τῆς πόλεως Arist.Pol. 1284a21
;ἐς ἄλλην χθόνα μ. πόδα E.Ba.49
:— [tense] aor. 1 [voice] Med. μεταστήσασθαι remove from oneself or from one's presence, Hdt.1.89, 8.101, And.1.12, Th.1.79; banish, Aeschin.3.129;μ. φρουρὰς ἐκ πόλεων Plb.18.44.4
.B [voice] Pass., with [tense] aor. 1 μετεστάθην [ᾰ] E.El. 1202 (lyr.), D.26.6, also [tense] aor. 2, [tense] pf., and [tense] plpf. [voice] Act.:I of persons, stand among or in the midst of, c. dat.,ἑτάροισι μεθίστατο Il.5.514
.2 change one's position, τυράννοις ἐκποδὼν μεθίστασο make way for them, E. Ph.40; depart,παλαιὸν εἰς ἴχνος A.Supp. 538
(lyr.);ἐκ τῆς τάξιος Hdt.9.58
;ἐκ τυραννικοῦ κύκλου S.Aj. 750
;ἔξω τῆς οἰκουμένης Aeschin. 3.165
;ἐκ φωτὸς εἰς σκότος μ. Pl.R. 518a
: c. gen.,δεῦρ' Ἰωλκίας χθονός E.Med. 551
;θρόνων Id.Ph.75
;μ. φυγῇ Id.Med. 1295
: abs.,μετάσταθ', ἀπόβαθι S.OC 162
(lyr.), cf. D.23.69; ὅταν μεταστῇ [ ὄλβος] S.Fr.646.6.3 c. gen. rei, change, cease from, ;ξηρῶν τρόπων Ar.V. 1451
(lyr.), cf. Pl. 365; λύπης, κακῶν, E.Alc. 1122, Hel. 856; μ. βίου die, Id.Alc.21 (also μ. alone, J.AJ17.4.2, Plu. 2.1104c; ἑκὼν μ. commit suicide, Vett. Val.94.9); μ. φρενῶν change from one's former mind, change one's mind, E.Ba. 944.4 go over to another party, revolt, Th.1.35, etc.;ἀπό τινος Id.8.76
; παρά or πρός τινα, Id.1.107, 130.II of things, change, alter, either for the better,τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης Hdt.1.118
;ἐς τὸ λῷον.. μεθέστηκεν κέαρ E.Med. 911
; or for the worse, ἐξ ἧς [ πολιτείας] ἡ ὀλιγαρχία μετέστη from which oligarchy arose by a change, Pl.R. 553e, cf. X.HG2.3.24, Arist.Pol. 1301a22, Plb.6.9.10; εἴ τι μὴ δαίμων.. μεθέστηκε στρατῷ hath changed for them, A.Pers. 158 (troch.);νέος μεθέστηκ' ἐκ γέροντος E.Heracl. 796
.2 Medic., of pains, change position,εἰς τὴν ἄνω χώραν Gal.16.652
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεθίστημι
-
38 πηλός
πηλός ([dialect] Dor. [full] πᾱλός Sophr.32, Cerc.3.3, IG5(1).1447.16 (Messene, iii/ii B. C.)), ὁ, Syrac. ἡ Phryn.38:—A clay, earth, used by masons and potters, Hdt.2.36, 136, Ar.Av. 1143, Th.2.76, Pl.Tht. 147a, Plb.15.35.2;πηλὸν ὀργάζειν Eup.248
, S.Fr. 482, cf. 510, 787, Ar.Av. 839; π. ἠχυρωμένος clay mixed with chaff for use as mortar, IG22.463.42, cf. 5(1)l.c., LXXGe.11.3; εὐώδεϊ πηλῷ, of earth on which wine has been poured, Tryph.349; Βρομιώδεα π. φύρησαν.. Χάριτες, of a drinkingcup, AP11.27 (Maced.): metaph., clay from which man was made: hence ὁ π. ὁ Προμηθεῖος, of man, Call.Fr.87, cf. 133, Ar.Av. 686;ἐκ ποίου πηλοῦ πεφύρητ' εἰδότα Herod.2.29
.2 mud, mire, Hdt.2.5, 4.28, Ar.V. 248, Th.2.4, Pl.R. 363d, etc.: prov.,ἔξω κομίζειν πηλοῦ πόδα A.Ch. 697
; κάσις πηλοῦ ξύνουρος, i. e. dust, Id.Ag. 495: metaph., l.c. -
39 πῆμα
A misery, calamity,π. κακόν Od.5.179
;π. κακοῖο 3.152
; δύης π. 14.338;π. τῆς ἄτης S.Aj. 363
;π. θεὸς Δαναοῖσι κυλίνδει Il.17.688
;τοῖσι.. πῆμα κυλίνδεται Od. 2.163
, cf. Il.11.347;ἡμῖν πήματα πολλὰ θέσαν 15.721
; ;ἓν παρ' ἐσλὸν π. σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι Pi.P.3.81
;πημάτων ἔξω πόδα ἔχει A.Pr. 265
;πήματα ἐπὶ πήμασι πίπτοντ' S.Ant. 594
(lyr.); πῆμ' ἐπὶ πήματι κεῖται, i.e. iron upon iron, the sword forged upon the anvil, Orac. ap. Hdt.1.67, cf. 68; σοφιστὴς πημάτων deviser of pains (i. e. the labours of Heracles), E. Heracl. 993. -
40 τρέπω
Aτρέψω 15.261
, etc.: [tense] aor. 1ἔτρεψα 18.469
, etc., [dialect] Ep.τρέψα 16.645
: besides [tense] aor. 1 Hom. has [tense] aor. 2 ἔτρᾰπον, Od.4.294, al., also Pi.O.10(11).15 (sts. also intr., v. περιτρέπω 11 and perh. Il.16.657, cf. 111 fin.): [dialect] Aeol. [tense] aor. ἔτροπον, v. ἀνατρέπω: [tense] pf. , Anaxandr.51, ([etym.] ἀνα-) S.Tr. 1009 (lyr.), And.1.131; laterτέτρᾰφα Din.1.108
, ([etym.] ἀνα-) ib.30, D.18.296 (cod. S), Aeschin.1.190, 3.158 (but cf. Wackernagel Studien zum griech. Perf.15);ἐπι-τέτραφα Plb.30.6.6
:—[voice] Med., [tense] fut.τρέψομαι Hdt.1.97
, Hp.Prog.20, E. Hipp. 1066, etc.: [tense] aor.ἐτρεψάμην Od.1.422
, E.Heracl. 842: also [tense] aor. 2ἐτραπόμην Il.16.594
, Hdt.2.3, al. (used also in pass. sense, ([etym.] ἀν-) Il.6.64, 14.447, and once in [dialect] Att., ([etym.] ἀν-) Pl.Cra. 395d); imper. : [tense] pf. (v. infr.):—[voice] Pass., [tense] fut.τρᾰπήσομαι Plu.Nic.21
, etc.; alsoτετράψομαι Ph.1.220
, ([etym.] ἐπι-) Pisistr. ap. D.L.1.54: [tense] aor.ἐτρέφθην Hom. Epigr.14.7
, once in Trag., E.El. 1046 (v. ἐπιτρέπω); [dialect] Ion.τραφθῆναι Od.15.80
, cf. Hdt.4.12: [tense] aor. 2 ἐτράπην [pron. full] [ᾰ] A.Pers. 1029 (lyr.), Ar.Ec. 416, etc.; ἐτρέπην ([etym.] ἐν-) UPZ5.24 (ii B. C.): [tense] pf. ; [ per.] 3pl.τετράφαται Thgn.42
, cf. Il.2.25 ([etym.] ἐπι-); [ per.] 3sg. imper.τετράφθω 12.273
; part.τετραμμένος 19.212
, etc.: [tense] plpf., [dialect] Ep. [ per.] 3sg.τέτραπτο Od.4.260
; [ per.] 3pl.τετράφατο Il.10.189
.—From the [tense] aor. 2 has been formed the [tense] pres. ἐπιτρᾰπέουσι, ib. 421; cf. τραπητέον.—The [dialect] Ion. forms used by Hdt. are [tense] pres. [voice] Pass.τράπονται 6.33
, al.; [ per.] 3sg. [tense] impf.τρέπεσκε 4.128
; [tense] aor. [voice] Pass.τραφθείς 9.56
; but [tense] fut. ἐπιτράψομαι is f. l. in 3.155, and in the [tense] pres. [voice] Act. and [voice] Pass. codd. vary (both forms in codd. of 2.92 ([voice] Act.),τρέπεται 1.117
,τράπεται 4.60
):—[dialect] Dor. forms, [full] τράπω EM114.19; [tense] fut. ([place name] Crete):— turn or direct towards a thing, Hom., etc.; mostly folld. by a Prep.,τ. [φύσας] ἐς πῦρ Il.18.469
;ἐς ποταμὸν φλόγα 21.349
; εἰς εὐνὴν τράπεθ' ἥμεας show us to bed, Od.4.294 (perh. with a punning reference to ταρπώμεθα in next line); (as though τραπείομεν in Il.3.441 belonged to τρέπω and not to τέρπω; unless there is a pause after λέκτρονδε); θυμὸν εἰς ἔργον τ. Hes.Op. 316
;εἰς ἐχθροὺς βέλος A.Th. 255
;πόλεις ἐς ὕβριν Th.3.39
;τὸν ἄνθρωπον.. εἰς ἀθυμίαν D.23.194
;πρὸς ἠέλιον κεφαλήν Od.13.29
;πρὸς ὄρος πίονα μῆλα 9.315
;πρὸς εὐφροσύναν ἦτορ Pi.I.3.10
;τὰς γνώμας πρὸς χρηματισμόν Pl.Ep. 355b
; alsoἐπ' ἐμπορίην θυμόν Hes.Op. 646
, cf. Pl. Phdr. 257b, R. 508c;δᾶμον ἐς ἡσυχίαν Pi.P.1.70
;ἐπ' ἐχθροῖς χεῖρα S.Aj. 772
;κατὰ πληθὺν τ. θυμόν Il.5.676
;ἀντίον Ζεφύρου πρόσωπον Hes.Op. 594
: with Advbs.,πάντων ὁμόσε στόματ' ἔτραπε Il.12.24
;οὐκ οἶδ' ὅποι χρὴ.. τ. ἔπος S.Ph. 897
;ἐνταῦθα σὴν φρένα E.IT 1322
; τὴνδιάνοιαν ἄλλοσε Pl.R. 393a
;ἐκεῖσε τ. τὰς ἡδονάς Id.Lg. 643c
;ἐπὶ τὴν θεραπείαν τὸν λόγον Sor.2.23
: c. inf., σέ.. ἔτραπε.. ὀργὰ παρφάμεν led thee to speak crookedly, Pi.P.9.43:—also in [voice] Med.,τραπέσθαι τινὰ ἐπί τι Pl.Euthd. 303c
, cf. Chrm. 156c:—[voice] Pass.,κεῖται ἀνὰ πρόθυρον τετραμμένος Il.19.212
.2 [voice] Pass. and [voice] Med., turn one's steps, turn in a certain direction,τραφθῆναι ἀν' Ἑλλάδα Od.15.80
;τραφθέντες ἐς τὸ πεδίον Hdt. 9.56
;ἐς Θήβας ἐτραπόμην Id.2.3
; ἐπὶ Προκόννησον, ἐπ' Ἀθηνέων, Id 6.33, 5.57: with Advbs., ἀμηχανεῖν ὅποι τράποιντο which way to turn, A. Pers. 459;ἀμηχανῶ.. ὅπᾳ τράπωμαι Id.Ag. 1532
(lyr.);πᾷ τις τράποιτ' ἄν; Id.Ch. 409
(lyr.);ποῖ τρέψομαι; E.Hipp. 1066
, cf. X.An.3.5.13;ποῖ χρὴ τραπέσθαι; Lys.29.2
: c. acc. cogn., τραπέσθαι ὁδόν take a course, Hdt.1.11, cf. 9.69, Pl.Sph. 242b;πολλὰς ὁδοὺς τραπόμενοι κατὰ ὄρη Th.5.10
; .3 in [voice] Pass. and [voice] Med. also, turn or betake oneself, εἰς ὀρχηστύν, εἰς ἀοιδήν, Od.1.422, 18.305;ἐπὶ ἔργα Il.3.422
, etc.; ἐπ' ἀναιδείην Hom Epigr.14.7;ἐπὶ σωφροσύνην Thgn.379
;ἐπὶ ψευδέα ὁδόν Hdt.1.117
;ἐπὶ φροντίδας E.IA 646
;ἐφ' ἁρπαγήν Th.4.104
;ἐπ' εἰρήνην X.HG4.4.2
;ἐς τὸ μαίνεσθαι S.OC 1537
;ἐς ἀλκήν Th.2.84
;εἰς ἁρπαγὴν ἐπὶ τὰς οἰκίας X.HG6.5.30
;κατὰ θέαν τετραμμένοι Th.5.9
;πρὸς ἀλκήν Hdt.3.78
;πρὸς τὸ κέρδιον τραπείς S.Aj. 743
;πρὸς λῃστείαν Th.1.5
;πρὸς ἄριστον τετρ. Hdt.1.63
;πρὸς τὸν πότον Pl.Smp. 176a
, etc.; also τ. πρός τινα betake oneself, have recourse to him, Cratin.152, X.An.4.5.30, Pl.Prt. 339e;ἐφ' ἱκετείαν τ. τῶν διωκόντων Id.Ap. 39a
.4 [voice] Pass. and [voice] Med., of places, to be turned or look in a certain direction,πρὸς ζόφον Od. 12.81
; πρὸς ἄρκτον, πρὸς νότον, etc., Hdt. 1.148, Th.2.15, etc.; alsoπρὸς τοῦ Τμώλου Hdt.1.84
; ἄντ' ἠελίου τετρ. straight towards, Hes. Op. 727.II turn, i. e. turn round or about, πάλιν τρέπειν turn back,ἵππους Il.8.432
; τινα ib. 399; ὄσσε, δόρυ, 21.415, 20.439; τὰ καλὰ τ. ἔξω turn the best side outmost, show the best side (of a garment), Pi.P.3.83:—[voice] Pass.,πάλιν ἐτράπετ' Il.21.468
;μή τις ὀπίσσω τετράφθω 12.273
; c. gen., turn from..,υἷος 18.138
; ἐτράπετ' αἰχμή the point bent back, like ἀνεγνάμφθη, 11.237; of the sun having passed the meridian,πόστην ἥλιος τέτραπται; Ar.Fr. 163
, cf. Antig. Mir.60; also of the solstice, ἐπειδὰν ἐν χειμῶνι τράπηται [ὁ ἥλιος] (v.τροπή 1
) X.Mem.4.3.8, cf. Pl.Lg. 915d;τραπείσης τῆς ὥρας Arist. HA 628b26
:—intr. in [voice] Act., περὶ δ' ἔτραπον ὧραι, v. περιτρέπω 11.2 τ. τι εἴς τινα turn upon another's head, τ. τὴν αἰτίαν, τὴν ὀργὴν εἴς τινα, Is.8.41, D.8.57; freq. in imprecations, ἐς κεφαλὴν τράποιτ' ἐμοί on my head be it! Ar.Ach. 833, cf. Hdt.2.39; εἰς σεαυτὸν τρεπέσθω on your head be it! IG4.444 ([place name] Phlius);ἦ κἀπ' ἐμοὶ τρέποιτ' ἂν αἰτίας τέλος; A.Eu. 434
; keep your ills to yourself,Ar.
Ach. 1019, Nu. 1263;πρὸς ὑμᾶς αὐτοὺς τρέψεσθε Lys.8.19
.3 alter, change,φρένας Il.6.61
;τὰς γνώμας X.An.3.1.41
; [τὸ χρῶμα] Sor.1.35; [ τὸ γάλα] ib.92;ἔτραπεν κεῖνον μισθῷ χρυσός Pi.P.3.55
; deceive, Archil.166;ἐς κακὸν τ. τινά Pi.P.3.35
; (troch.); , cf. Hdt.7.105, etc.: [voice] Med., πρὸς τὰς ξυμφορὰς τὰς γνώμας τρέπεσθαι shift their views, Th.1.140, cf. Plu. 2.71e, etc.:—[voice] Pass., to be changed,τρέπεται χρώς Il.13.279
, cf. Od. 21.413, Hes.Op. 416; τὴν χρόαν τρέπεσθαι, of animals, Plu.2.51d; τῷ χρώματι τρεπομένας, of women, Sor.1.35 (so abs., of a man, Id.Vit.Hippocr.5);ὁ οὕτω τρεπόμενος σφυγμός Gal.18(2).40
;τρέπεται νόος Od.3.147
;νόος ἐτράπετ' 7.263
;Διὸς ἐτράπετο φρήν Il.10.45
;τράπομαι καὶ τὴν γνώμην μετατίθεμαι Hdt.7.18
; ὁρῶν αὐτοὺς τετραμμένους seeing that they had changed their minds, Id.9.34, cf. Th.4.106;ἐπὶ τὰ βελτίω τρέπου Ar.V. 986
: c. inf.,κραδίη τέτραπτο νέεσθαι Od.4.260
;ἐτράποντο.. τῷ δήμῳ.. τὰ πράγματα ἐνδιδόναι Th. 2.65
: c. acc. cogn.,πλείους τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου Aeschin. 3.90
; οἶνος τρέπεται the wine turns, becomes sour (v. τροπίας), S.E. P.1.41;ἡ ξανθὴ χολὴ.. εἰς τὸν ἰώδη τρέπεται χυμόν Gal.16.534
; ἡ ἀδελφὴ ἐπὶ τὸ κομψότερον ἐτράπη has taken a turn for the better, POxy.935.5 (iii A. D.); ἐπὶ τὸ ῥᾷον ἔδοξεν τετράφθαι ib.939.17 (iv A. D.); τοῦ πατρὸς ἡμῶν εἰς ἄπορον τραπέντος having become destitute, PMeyer 8.14 (ii A. D.):—intr. in [voice] Act.,τοῦ ἄρχοντος τρέποντος εἰς δεσπότην Ph.2.562
.III turn or put to flight, rout, defeat,τρέψω δ' ἥρωας Ἀχαιούς Il.15.261
;ἔτρεψε φάλαγγας Tyrt.12.21
, cf. Pi.O.10 (11).15, Hdt.1.63, 4.128, Th.1.62, 4.25,33, etc.; in full,φύγαδε τ. Il.8.157
;εἰς φυγὴν ἔτρεψε τοὺς ἑξακισχιλίους X.An.1.8.24
;τρέψαι καὶ ἐς φυγὴν καταστῆσαι Th.7.43
(but they fled,E.
Supp. 718):—[voice] Med., [tense] pres., X.An.5.4.16, J.AJ13.2.4, Plu.Cam.29: [tense] fut., Ar.Eq. 275 (troch.): [tense] aor. 1, E.Heracl. 842, X.An.6.1.13:—[voice] Pass., to be put to flight, [tense] aor. 2 (lyr.), X.Cyr.5.4.7 (v.l. ἐτράποντο), etc.: also [tense] aor. 1ἐτρέφθην Id.An.5.4.23
, HG3.4.14, Cyn.12.5: [tense] aor. 2 [voice] Med.ἐτραπόμην Hdt.1.80
, 9.63, etc.;ἐς φυγὴν τραπέσθαι Id.8.91
, Th.8.95;τραπόμενοι κατέφυγον Id.4
54;φυγῇ ἄλλος ἄλλῃ ἐτράπετο X.An.4.8.19
;ἐτράποντο φεύγειν Plu.Lys. 28
, Caes.45: rarely in [tense] pf. [voice] Pass.,τετραμμένου φυγᾷ γένους A.Th. 952
(lyr.):—also intr. in [voice] Act.,φύγαδ' ἔτραπε Il.16.657
(unless it governs δίφρον).IV turn away, keep off, ;τ. τινὰ ἀπὸ τείχεος 22.16
;ἑκάς τινος Od.17.73
([voice] Med.);τῇ.. νόον ἔτραπεν 19.479
: abs.,ἀλλὰ Ζεὺς ἔτρεψε Il.4.381
; of weapons,βέλος.. ἔτραπεν ἄλλῃ 5.187
;ἀπὸ ἔγχεος ὁρμὴν ἔτραπε Hes. Sc. 456
.VI turn, apply,τ. τι ἐς ἄλλο τι Hdt.2.92
; τὰς ἐμβάδας ποῖ τέτροφας; what have you done with your shoes? Ar.Nu. 858;τὸν μόναυλον ποῖ τέτροφας; Anaxandr. 51
:—[voice] Pass.,ποῖ τρέπεται.. τὰ χρήματα; Ar.V. 665
(anap.).
См. также в других словарях:
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
πολύπορος — (polyporus. Γένος μυκήτων, από τους πιο αξιόλογους, μαζί με τους μύκητες των γενών φόμης, πολύστικτος (λευκόπορος και κοριόλος), τραμέτης, λενζίτης και φιστουλίνα (μύκητες βασιδιομύκητες), της οικογένειας των Πολυποριδών, από τους οποίους άλλοι… … Dictionary of Greek
εξέρχομαι — (AM ἐξέρχομαι) [έρχομαι] βγαίνω έξω («τείχεος ἐξελθεῑν», Ομ. Ιλ.) μσν. νεοελλ. αποχωρώ από υπηρεσία ή αξίωμα («εξέρχεται τής υπηρεσίας») αρχ. μσν. 1. ξεκινώ, πηγαίνω να ασχοληθώ με κάτι 2. (για αίμα ή δάκρυα) πηγάζω, βγαίνω 3. (για νερό) πηγάζω,… … Dictionary of Greek
κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
πηλός — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παλός, Α 1. μίγμα αργιλικών, κατά βάση, χωμάτων,ζυμωμένο με νερό μέχρι να γίνει πυκνόρρευστος πολτός, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πήλινων αγγείων, τούβλων, κεραμιδιών κ.ά. αντικειμένων 2. η λάσπη που σχηματίζεται από … Dictionary of Greek