-
1 πωρητύς
πωρητύ̱ς, πωρητύςmisery: fem acc plπωρητύςmisery: fem nom sg -
2 πωρητύς
πωρέω, πωρητύςSee also: s. ταλαιπωρος.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πωρητύς
-
3 πωρητύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πωρητύς
-
4 πωρητύν
πωρητύςmisery: fem acc sg -
5 ὠρητύς
-
6 πωρέω
πωρέω, πωρητύςSee also: s. ταλαιπωρος.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πωρέω
-
7 πῶρος (1)
Grammatical information: m.Meaning: `tuff' (Arist., Thphr., hell. inscr. a.o.), in Anatolia `stone- or chalk-formation, concretion, stone in the bladder, kidney etc.' (Hp., Arist. a.o.).Compounds: As 1. member a.o. in πωρ-όμφαλον n. subst. bahuvrihi `concretion in the navel' (Gal.).Derivatives: 1. Dimin. πωρ-ίον, - ίδιον n. `callosity' (medic.); 2. adj. πώρ-ινος `of tuff' (Hdt., Ar., hell. inscr. a.o.), - εία λίθος `tuff' (Str.), - ώδης 'π. -like' (Gal.); 3. verb πωρ-όομαι, - όω, also w. δια-, ἐπι-, συν-, `to petrify, to harden, to grow together in a concretion, grow hard' (Hp., Arist., Thphr., NT) with ( ἐπι-) πώρ-ωμα, - ωσις `petrification, concretion' (Hp., Gal., NT). 4. πωρ-ίασις f. `callus on the eye-lid' (Gal.), as if from *πωρ-ιᾶν (Schwyzer 732).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Orig. indicating a kind of stone and at home in building, πῶρος with its derivv. was used esp. by the medics. No etymology. Acc. to Haupt Actes du 16. congr. des orient. (1912) 84f. from Assyr. pûlu `shell-lime'. With πωρεῖν κηδεύειν, πενθεῖν, πωρῆσαι λυπῆσαι H. and πωρητύς f. `pain' (Antim.) no connection seems possible. Cf. however ταλαίπωρος. -- Furnée 328 connects *ψῶρος in ψωρίτης λίθος `a kind of marble' (Cyran 46), and Hitt. purut- `loam, chalk, mortar'.Page in Frisk: 2,635Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πῶρος (1)
См. также в других словарях:
πωρητύς — πωρητύ̱ς , πωρητύς misery fem acc pl πωρητύς misery fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωρητύς — ύος, ἡ, Α δυστυχία, αθλιότητα («πωρητύς ταλαιπωρία, πένθος», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πωρῶ (Ι) «κηδεύω, πενθώ» + επίθημα τύς (πρβλ. πρακ τύς)] … Dictionary of Greek
πωρητύν — πωρητύς misery fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek
ταλαίπωρος — η, ο / ταλαίπωρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που υποφέρει, που υφίσταται πολλά, βασανισμένος, κακοπαθημένος 2. κακόμοιρος, δυστυχισμένος, δύστυχος αρχ. 1. αυτός που υφίσταται βαριές και επίπονες εργασίες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταλαίπωρον α) σκληρότητα β)… … Dictionary of Greek