Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πωρητύς

См. также в других словарях:

  • πωρητύς — πωρητύ̱ς , πωρητύς misery fem acc pl πωρητύς misery fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωρητύς — ύος, ἡ, Α δυστυχία, αθλιότητα («πωρητύς ταλαιπωρία, πένθος», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πωρῶ (Ι) «κηδεύω, πενθώ» + επίθημα τύς (πρβλ. πρακ τύς)] …   Dictionary of Greek

  • πωρητύν — πωρητύς misery fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… …   Dictionary of Greek

  • ταλαίπωρος — η, ο / ταλαίπωρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που υποφέρει, που υφίσταται πολλά, βασανισμένος, κακοπαθημένος 2. κακόμοιρος, δυστυχισμένος, δύστυχος αρχ. 1. αυτός που υφίσταται βαριές και επίπονες εργασίες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταλαίπωρον α) σκληρότητα β)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»