-
1 πωλικος
31) влекомый молодыми конями, конный(ἀπήνη Soph.; ἄντυγες Eur.)
πωλικὰ διώγματα Eur. — конная погоня2) девичий(πωλικὰ ἑδώλια Aesch.)
-
2 κρεοπωλικος
-
3 μαθηματοπωλικος
-
4 τεχνοπωλικος
См. также в других словарях:
πωλικός — of foals masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλικός — ή, όν, Α [πῶλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πώλους, σε πουλάρια 2. (γενικά) νεαρό, μικρής ηλικίας ζώο («πωλικὸν ζεῡγος βοῶν», Αλκ. Κωμ.) 3. (στην ποίηση) παρθενικός, κοριτσίστικος ή αγορίστικος 4. φρ. α) «πωλικὴ ἀπήνη» άρμα που σύρεται… … Dictionary of Greek
πωλικά — πωλικός of foals neut nom/voc/acc pl πωλικά̱ , πωλικός of foals fem nom/voc/acc dual πωλικά̱ , πωλικός of foals fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλικῶν — πωλικός of foals fem gen pl πωλικός of foals masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλικόν — πωλικός of foals masc acc sg πωλικός of foals neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλικαί — πωλικός of foals fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλικοῖς — πωλικός of foals masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλικούς — πωλικός of foals masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλικῆς — πωλικός of foals fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλικῇ — πωλικός of foals fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλική — πωλικός of foals fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)