-
1 μαθηματοπωλικος
См. также в других словарях:
μαθηματοπωλικός — μαθηματοπωλικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που εμπορεύεται τις επιστήμες, αυτός που διδάσκει αντί χρημάτων («μαθηματοπωλικὸν γένος» οι σοφιστές, Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μαθηματοπωλική η αντί χρημάτων διδασκαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάθημα, ατος + πωλικός… … Dictionary of Greek
μαθηματοπωλικόν — μαθηματοπωλικός making a trade of science masc acc sg μαθηματοπωλικός making a trade of science neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηματοπωλικῆς — μαθηματοπωλικός making a trade of science fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)