-
1 τεχνοπωλικος
См. также в других словарях:
τεχνοπωλικός — ή, όν, Α αυτός που ασκεί ως επάγγελμα τη διδασκαλία τής τέχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + πωλῶ] … Dictionary of Greek
τεχνοπωλικόν — τεχνοπωλικός making a trade of art masc acc sg τεχνοπωλικός making a trade of art neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)