-
121 πυρετών
-
122 πυρετῶν
-
123 4446
{сущ., 6}горячка, жар, лихорадка.Ссылки: Мф. 8:15; Мк. 1:31; Лк. 4:38, 39; Ин. 4:52; Деян. 28:8.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4446
-
124 διαλείπω
A : [tense] pf.- λέλοιπα Isoc.12.5
:— leave an interval between,τὸ ὀλίγιστον Arist.Ph. 226b28
:—[voice] Pass., a gap had been left,Hdt.
7.40,41;διαλέλειπται μικρὰ χώρα Arist.HA 503a34
.2 intermit,τὴν ὀχείαν Id.GA 757b4
: esp. of Time, διαλιπὼν ἡμέρας τὰς συγκειμένας, ἐνιαυτόν, having left an interval of.., Hdt.3.157, D.20.8; ἀκαρῆ διαλιπών having waited an instant, Ar.Nu. 496;χρόνον ὀλίγον Isoc.5.8
;πολὺν χρόνον Arist.Pol. 1299a37
; later in gen.,μιᾶς ἡμέρας δ. Hdn.7.8.9
; so οὐ πολὺ διαλιπών after a short time, Th.5.10: abs., opp. εὐθύς, Men.Sam. 198, cf. Hyp. Eux.32.II intr., stand at intervals,δ. δύο πλέθρα ἀπ' ἀλλήλων Th.7.38
;πίτυες διαλείπουσαι μεγάλαι X.An.4.7.6
; τὸ δέρμα ταύτῃ δ. is discontinuous at this point, opp. συνεχές ἐστι, Arist.HA 518a3; τὸ -λεῖπον an interval or gap, X.An.4.8.13: impers., διαλείπει there are intervals, of the heavens, opp. πλήρη ἀστέρων εἶναι, Arist.Mete. 346a36.2 c. part., mostly with neg.,οὐ πώποτε διέλειπον ζητῶν X. Ap.16
, etc.; οὐδένα διαλέλοιπα χρόνον διαβαλλόμενος I have never ceased to be slandered, Isoc.12.5; (ii A.D.), cf. POxy.281.16 (i A.D.): without a neg., Luc. Vit.Auct.13, DMeretr.11.1.3 of Time, διαλιπόντων ἐτῶν τριῶν, διαλιπούσης ἡμέρας, after an interval of.., Th.1.112, 3.74; the interval of time,Arist.
Ph. 228b4.4 in part., intermittent,διαλείποντες πνέουσιν οἱ ἄνεμοι Id.Mete. 362a28
, cf. GA 748a19;δ. πυρετός Hp.Aph.4.43
, Coac. 139.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαλείπω
-
125 δυσαπόβλητος
δῠσαπό-βλητος, ον,A hard to get rid of,πυρετός Alex.Aphr.Febr.19
; hard to cast away, Olymp.in Alc.p.51 C.; hard to lose, Id.in Cat.116.25, cf. Ammon.in Cat.82.8, Simp.in Cat.228.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσαπόβλητος
-
126 καύσων
A burning heat, summer heat, Ev.Matt.20.12, Orph.Fr. 264, Luc. Philops.25;καύσωνος ὥρᾳ Diph.Siph.
ap. Ath.3.73a; ἄνεμος καύσων sirocco, LXXJe.18.17, al.; κ. alone, ib.Ju.8.3, Ep.Jac.1.11, Ath.Med. ap.Orib.1.2.13, Ptol.Tetr.85.2 κ. στομάχου heartburn, Dsc.1.22.3 κ. πυρετός, = καῦσος (A) 1, Alex.Trall.Febr.2.II = διψάς 11, Ael.NA6.51, Philum.Ven.20.1. -
127 λιπαρής
λῑπᾰρ-ής, ές,A persisting or persevering in a thing, earnest, indefatigable,περί τινος Pl.Cra. 413a
; περί τι, πρός τι, Id.Hp.Mi. 369d, 372b: also c. gen.,παιδείας Luc.Am.6
.2 of things,λ. χειρουργία Ar.Lys. 672
;προθυμία Luc.Abd.4
; λ. πυρετός an obstinate fever, Id.Hist.Conscr.1.II earnest in begging or praying, importunate, c. part.,λ. ἦσαν δεόμενοι Plu.TG6
;ἀκοῦσαί τι βουλόμενοι λ. ἦσαν Id.2.665e
; λ. χείρ a hand instant in prayer, S.El. 1378: c. gen., fawning upon,τῶν ἐν ἐξουσίᾳ Plu.2.776b
; τὸ λ. importunity, Luc.Herm.24; πρὸς τὸ λ., = λιπαρῶς, S.OC 1119.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιπαρής
-
128 λιπυρία
A a malignant intermittent fever, Hp.Judic.11:—also [full] λιπύριον, τό, Id.Morb.2.51:—hence [suff] λῐπῠρ-ίας, ου, ὁ, one who suffers from λιπυρία, Gal.17(2).728, cf. 18(2).121, Ps.-Gal.19.399:—Adj. [full] λειπῠρικός (leg. [full] λῐπῠρικός), ή, όν, like λιπυρία, Hp.Coac. 117; [full] λῐπῠριώδης, ες, of the nature ofλιπυρία, πυρετός Id.Ep.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιπυρία
См. также в других словарях:
Πυρετός — burning heat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρετός — burning heat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρετός — Κάθε σταθερή ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Όταν η θερμοκρασία, που λαμβάνεται στη μασχάλη, ξεπερνά τους 37°C θεωρείται π.· όπως είναι γνωστό, η θερμοκρασία του στόματος είναι κατά μερικά δέκατα υψηλότερη από… … Dictionary of Greek
πυρετός — ο 1. παθολογική αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος, υπερθερμία, θέρμη, ζέστη. 2. εξαιρετική δραστηριότητα: Προεκλογικός πυρετός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τύφος ή τυφοειδής πυρετός — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος, που κατά μέσο όρο διαρκεί 4 5 βδομάδες, με χαρακτήρα ενδημικό επιδημικό. Πρώτη φορά την περιέγραψαν το 1659. Τον υπεύθυνο λοιμώδη παράγοντα ανακάλυψε το 1880 ο Γερμανός γιατρός μικροβιολόγος Καρλ Γιόζεφ Έμπερτ… … Dictionary of Greek
αμφήμερος πυρετός — ἀμφήμερος πυρετός, ο (Α) βλ. αμφημερινός … Dictionary of Greek
κίτρινος πυρετός — Επικίνδυνη για τη ζωή ιογενής νόσος η οποία μεταδίδεται στον άνθρωπο με το δήγμα των κουνουπιών. Στο αρχικό στάδιο χαρακτηρίζεται από πυρετό, πονοκέφαλο και ναυτία. Ύστερα από ολιγοήμερη ύφεση ο πυρετός εμφανίζεται ξανά και συνοδεύεται από ίκτερο … Dictionary of Greek
Τέξας πυρετός — Παρασιτική νόσος, πολύ μεταδοτική, που επιστημονικά ονομάζεται ελομιανσία και οφείλεται στην προσβολή των ερυθρών αιμοσφαιρίων του αίματος από ειδικό αιματοζωάριο, του δίδυμου προσώματος. Μεταδίδεται με το τσίμπημα αρθρόποδων παράσιτων του… … Dictionary of Greek
Πυρετοῖν — Πυρετός burning heat masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρετοῖν — πυρετός burning heat masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυρετοῖο — Πυρετός burning heat masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)