-
81 ισχυρός
η, ό [ά, όν ]1) в разн. знач сильный, крепкий;ισχυρή θέληση ( — или επιθυμία) — большое желание;
ισχυρός χαρακτή:
ρας сильный характер;ισχυρή αντίσταση — мощное сопротивление;
ισχυρό χτύπημα — мощный удар;
ισχυρή κράση — крепкое телосложение; — крепкий организм;
ισχυρή φωνή — сильный голос;
ισχυρός πυρετός (άνεμος) — сильный жар (ветер);
ισχυρόν ψύχος — сильный мороз;
ισχυρή δόση φαρμάκου — большая доза лекарства;
ισχυρή διάλυση οξέος — крепкий раствор кислоты;
2) сильный, влиятельный; могущественный;3) веский, значительный, убедительный;ισχυρο επιχείρημα — веский аргумент;
ισχυρές ενδείξεις ενοχής — веские доказательства виновности;
4) юр. действительный, имеющий силу закона, законный; вступивший в силу -
82 κεγχρίας
ο:κεγχρίας (πυρετός) мед. — сыпная лихорадка
-
83 κίτρινος
-
84 κόβω
(παθ. αόρ. κόπηκα) 1. μετ.1) резать, разрезать; рассекать; срезать, отрезать, обрезать; 2) прям., перен. рвать, разрывать;κόβω τίς σχέσεις — разрывать отношения;
3) рвать, срывать (цветы, фрукты);4) урезать, сокращать, уменьшать; δεν έκοψε οδτε λεπτό он не сделал скидки ни на одну лепту; 5) обрезать, порезать, поранить; 6) стричь (волосы, ногти);κόβ τα μαλλιά μου — стричься;
7) кроить (одежду, обувь);8) рубить (лес); 9) чеканить (монету); 10) молоть, размалывать (кофе и т. п.); 11) бросить, прекращать (курение и т. п.); 12) прекращать подачу (воды, газа и т. п.), перекрывать (воду, газ и т. п.); отрезать (свет); 13) назначать (сумму);κόβ τιμή — назначать, определять цену;
14) отнимать, отбивать (охоту к чему-л.);κόβ την όρεξη — отбивать аппетит;
κόβω την δίψα — утолять жажду;
15) резать, причинять боль; жать (о ботинках и т. п.);τό σχοινί μού κόβει τα δάχτυλα — верёвка режет пальцы;
16) απρόσ.:τί σε κόβει; — какое тебе дело?;
αυτό με κόβει πολύ — это меня очень интересует;
πόσο κόβει αυτό; — сколько это стоит?;
§ κόβω καρφιά — дрожать от холода;
κόβω χρήματα ( — или παράδες) — много зарабатывать;
κόβω δρόμο — а) срезать путь;
б) покрывать большое расстояние; много ходить;κόβω δεξιά (αριστερά) — поворачивать вправо (влево);
κόβω πολλές ψευτιές — много врать;
κόβω καί ράβω — а) самовольничать, делать всё, что заблагорассудится; — б) много болтать;
του κόψανε χίλιες δραχμές μισθό ему назначили жалованье тысячу драхм;αυτή η δουλειά κόβει γόνατα — эта работа валит с ног;
εδώ μας έκοψε το κρύο здесь нас насквозь пронизал холод;μου κοψες το αίμα (или τη χολή) ты меня здорово напугал; με κόψανε στα χαρτιά маня обставили в карты; 2. αμετ. резать, быть годным для рёзанья;δεν κόβει το μαχαίρι — нож не режет;
§ κόβει το μυαλό ( — или τό κεφάλι) του — он хорошо соображает, голова у него хорошо работает;
κόβει η γλώσσα του — у него язык хорошо подвешен;
έκοψε το γάλα молоко свернулось;έκοψε το κρασί вино прокисло; τό χρώμα έκοψε краска вылиняла; έκοψε το κρύο (ο αέρας) холод (ветер) спал; κόφτο! прекрати!; κόφτο από δώ уходи отсюда, убирайся, проваливай;1) — надрываться, стараться изо всех сил;κόβομαι
κόβομαι όλη την ημέρα στα τρεξίματα — быть целый день в бегах;
2) важничать, надуваться;3) успокаиваться, стихать (о ветре, буре); κόπηκε ο άνεμος ветер стих; 4) ухаживать (за женщиной); интересоваться (женщинами); 5) обрезаться, порезаться; κόπηκα στο ξύρισμα я брился и порезался; 6) прекращаться, истощаться, иссякать; κόπηκε η αναπνοή μου у меня перехватило дыхание; κόπηκε η φωνή μου у меня пропал голос; κόπηκε η όδρεξή μου у меня пропал аппетит; κόπηκαν τα πόδια μου или μου κόπηκαν τα πόδια у меня отнялись ноги, я без ног (от усталости); 7) сокращаться, уменьшаться; μου κόπηκε ο πυρετός температура у меня понизилась; 8) рваться, лопаться; § μου κόπηκαν τα ήπατα а) я здорово испугался; б) мой силы иссякли; μου κόπηκαν τα γόνατα ноги у меня подкосились; κόπηκα στα εξοδα я понёс большие расходы -
85 μελιταίος:
μελιταίος:
πυρετός ο см. μελιτοκοκκίασις -
86 προχωρώ
(ε) αμετ.1) продвигаться, идти вперёд; пробираться; 2) перен. развиваться, прогрессировать (о болезни и т. п.); заходить далеко (о чём-л. плохом); η ασθένεια προχώρησε πολύ болезнь зашла далеко;προχωρει ο πυρετός — температура повышается;
3) приступать;προχωρώ στην εκτέλεση — приступать к выполнению;
4) преуспевать; делать успехи -
87 πύρεξις
-
88 συνοδεύω
μετ.1) сопровождать, провожать; конвоировать; экскортировать; 2) сопровождать (чём-л.); сопутствовать (чему-л.);την οικονομική κρίση συνοδεύει πάντοτε ανεργία — экономическому кризису всегда сопутствует безработица;
3) муз. сопровождать, аккомпанировать;συνοδεύομαι — сопровождаться, влечь за собой;
ο πυρετός συνοδεύεται υπό ρίγους — температура сопровождается ознобом
-
89 τριταίος
αία, ον совершающийся на третий день;τριταίος πυρετός мед. — терциана, трёхдневная лихорадка
-
90 υψηλός
η, όν1) в разн. знач высокий;υψηλού αναστήματος — высокого роста;
υψηλή πίεση — высокое давление;
υψηλή θερμοκρασία — жара;
υψηλός πυρετός — высокая температура (у больного);
υψηλές τιμές — высокие цены;
υψηλά ιδανικά — высокие, возвышенные идеалы;
υψηλός ξένος — высокий гость;
τίτλος — высокое звание;υψηλή θέση — высокое положение (кого-л.);
κατέχω υψηλό αξίωμα — занимать высокий пост;
ρεΰμα υψηλής τάσεως — ток высокого напряжения;
με υψηλά όρη — высокогорный;
2) геогр. высокий, возвышенный, высокогорный;§ αφ' υψηλου — свысока, сверху вниз;
κυττάζω κάποιον αφ' υψηλου — смотреть на кого-л. свысока;
καθ' υψηλήν επιταγήν — по распоряжению сверху
-
91 Πυρετοίν
-
92 Πυρετοῖν
-
93 Πυρετοίο
-
94 Πυρετοῖο
-
95 Πυρετοίς
-
96 Πυρετοῖς
-
97 Πυρετοίσι
-
98 Πυρετοῖσι
-
99 Πυρετοίσιν
-
100 Πυρετοῖσιν
См. также в других словарях:
Πυρετός — burning heat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρετός — burning heat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρετός — Κάθε σταθερή ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Όταν η θερμοκρασία, που λαμβάνεται στη μασχάλη, ξεπερνά τους 37°C θεωρείται π.· όπως είναι γνωστό, η θερμοκρασία του στόματος είναι κατά μερικά δέκατα υψηλότερη από… … Dictionary of Greek
πυρετός — ο 1. παθολογική αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος, υπερθερμία, θέρμη, ζέστη. 2. εξαιρετική δραστηριότητα: Προεκλογικός πυρετός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τύφος ή τυφοειδής πυρετός — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος, που κατά μέσο όρο διαρκεί 4 5 βδομάδες, με χαρακτήρα ενδημικό επιδημικό. Πρώτη φορά την περιέγραψαν το 1659. Τον υπεύθυνο λοιμώδη παράγοντα ανακάλυψε το 1880 ο Γερμανός γιατρός μικροβιολόγος Καρλ Γιόζεφ Έμπερτ… … Dictionary of Greek
αμφήμερος πυρετός — ἀμφήμερος πυρετός, ο (Α) βλ. αμφημερινός … Dictionary of Greek
κίτρινος πυρετός — Επικίνδυνη για τη ζωή ιογενής νόσος η οποία μεταδίδεται στον άνθρωπο με το δήγμα των κουνουπιών. Στο αρχικό στάδιο χαρακτηρίζεται από πυρετό, πονοκέφαλο και ναυτία. Ύστερα από ολιγοήμερη ύφεση ο πυρετός εμφανίζεται ξανά και συνοδεύεται από ίκτερο … Dictionary of Greek
Τέξας πυρετός — Παρασιτική νόσος, πολύ μεταδοτική, που επιστημονικά ονομάζεται ελομιανσία και οφείλεται στην προσβολή των ερυθρών αιμοσφαιρίων του αίματος από ειδικό αιματοζωάριο, του δίδυμου προσώματος. Μεταδίδεται με το τσίμπημα αρθρόποδων παράσιτων του… … Dictionary of Greek
Πυρετοῖν — Πυρετός burning heat masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρετοῖν — πυρετός burning heat masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυρετοῖο — Πυρετός burning heat masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)