Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πυρετός

  • 81 ισχυρός

    η, ό [ά, όν ]
    1) в разн. знач сильный, крепкий;

    ισχυρή θέληση ( — или επιθυμία) — большое желание;

    ισχυρός χαρακτή:

    ρας сильный характер;

    ισχυρή αντίσταση — мощное сопротивление;

    ισχυρό χτύπημα — мощный удар;

    ισχυρή κράση — крепкое телосложение; — крепкий организм;

    ισχυρή φωνή — сильный голос;

    ισχυρός πυρετός (άνεμος) — сильный жар (ветер);

    ισχυρόν ψύχος — сильный мороз;

    ισχυρή δόση φαρμάκου — большая доза лекарства;

    ισχυρή διάλυση οξέος — крепкий раствор кислоты;

    2) сильный, влиятельный; могущественный;
    3) веский, значительный, убедительный;

    ισχυρο επιχείρημα — веский аргумент;

    ισχυρές ενδείξεις ενοχής — веские доказательства виновности;

    4) юр. действительный, имеющий силу закона, законный; вступивший в силу

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ισχυρός

  • 82 κεγχρίας

    ο:

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κεγχρίας

  • 83 κίτρινος

    η, ο [ίνη, ον]
    1) жёлтый, лимонный (о цвете); 2) бледный (о лице);

    § κίτριν πυρετός мед. — жёлтая лихорадка;

    κίτρινη φυλή — жёлтая раса;

    κίτρινα συνδικάτα — жёлтые профсоюзы;

    κίτρινος τύπος — жёлтая пресса;

    κίτρινοι εργάτες — штрейкбрехеры

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κίτρινος

  • 84 κόβω

    (παθ. αόρ. κόπηκα) 1. μετ.
    1) резать, разрезать; рассекать; срезать, отрезать, обрезать; 2) прям., перен. рвать, разрывать;

    κόβω τίς σχέσεις — разрывать отношения;

    3) рвать, срывать (цветы, фрукты);
    4) урезать, сокращать, уменьшать; δεν έκοψε οδτε λεπτό он не сделал скидки ни на одну лепту; 5) обрезать, порезать, поранить; 6) стричь (волосы, ногти);

    κόβ τα μαλλιά μου — стричься;

    7) кроить (одежду, обувь);
    8) рубить (лес); 9) чеканить (монету); 10) молоть, размалывать (кофе и т. п.); 11) бросить, прекращать (курение и т. п.); 12) прекращать подачу (воды, газа и т. п.), перекрывать (воду, газ и т. п.); отрезать (свет); 13) назначать (сумму);

    κόβ τιμή — назначать, определять цену;

    14) отнимать, отбивать (охоту к чему-л.);

    κόβ την όρεξη — отбивать аппетит;

    κόβω την δίψα — утолять жажду;

    15) резать, причинять боль; жать (о ботинках и т. п.);

    τό σχοινί μού κόβει τα δάχτυλα — верёвка режет пальцы;

    16) απρόσ.:

    τί σε κόβει; — какое тебе дело?;

    αυτό με κόβει πολύ — это меня очень интересует;

    πόσο κόβει αυτό; — сколько это стоит?;

    § κόβω καρφιά — дрожать от холода;

    κόβω χρήματα ( — или παράδες) — много зарабатывать;

    κόβω δρόμο — а) срезать путь;

    б) покрывать большое расстояние; много ходить;

    κόβω δεξιά (αριστερά) — поворачивать вправо (влево);

    κόβω πολλές ψευτιές — много врать;

    κόβω καί ράβω — а) самовольничать, делать всё, что заблагорассудится; — б) много болтать;

    του κόψανε χίλιες δραχμές μισθό ему назначили жалованье тысячу драхм;

    αυτή η δουλειά κόβει γόνατα — эта работа валит с ног;

    εδώ μας έκοψε το κρύο здесь нас насквозь пронизал холод;
    μου κοψες το αίμα (или τη χολή) ты меня здорово напугал; με κόψανε στα χαρτιά маня обставили в карты; 2. αμετ. резать, быть годным для рёзанья;

    δεν κόβει το μαχαίρι — нож не режет;

    § κόβει το μυαλό ( — или τό κεφάλι) του — он хорошо соображает, голова у него хорошо работает;

    κόβει η γλώσσα του — у него язык хорошо подвешен;

    έκοψε το γάλα молоко свернулось;
    έκοψε το κρασί вино прокисло; τό χρώμα έκοψε краска вылиняла; έκοψε το κρύο (ο αέρας) холод (ветер) спал; κόφτο! прекрати!; κόφτο από δώ уходи отсюда, убирайся, проваливай;

    κόβομαι

    1) — надрываться, стараться изо всех сил;

    κόβομαι όλη την ημέρα στα τρεξίματα — быть целый день в бегах;

    2) важничать, надуваться;
    3) успокаиваться, стихать (о ветре, буре); κόπηκε ο άνεμος ветер стих; 4) ухаживать (за женщиной); интересоваться (женщинами); 5) обрезаться, порезаться; κόπηκα στο ξύρισμα я брился и порезался; 6) прекращаться, истощаться, иссякать; κόπηκε η αναπνοή μου у меня перехватило дыхание; κόπηκε η φωνή μου у меня пропал голос; κόπηκε η όδρεξή μου у меня пропал аппетит; κόπηκαν τα πόδια μου или μου κόπηκαν τα πόδια у меня отнялись ноги, я без ног (от усталости); 7) сокращаться, уменьшаться; μου κόπηκε ο πυρετός температура у меня понизилась; 8) рваться, лопаться; § μου κόπηκαν τα ήπατα а) я здорово испугался; б) мой силы иссякли; μου κόπηκαν τα γόνατα ноги у меня подкосились; κόπηκα στα εξοδα я понёс большие расходы

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κόβω

  • 85 μελιταίος:

    μελιταίος: πυρετός ο см. μελιτοκοκκίασις

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μελιταίος:

  • 86 προχωρώ

    (ε) αμετ.
    1) продвигаться, идти вперёд; пробираться; 2) перен. развиваться, прогрессировать (о болезни и т. п.); заходить далеко (о чём-л. плохом); η ασθένεια προχώρησε πολύ болезнь зашла далеко;

    προχωρει ο πυρετός — температура повышается;

    3) приступать;

    προχωρώ στην εκτέλεση — приступать к выполнению;

    4) преуспевать; делать успехи

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προχωρώ

  • 87 πύρεξις

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πύρεξις

  • 88 συνοδεύω

    μετ.
    1) сопровождать, провожать; конвоировать; экскортировать; 2) сопровождать (чём-л.); сопутствовать (чему-л.);

    την οικονομική κρίση συνοδεύει πάντοτε ανεργία — экономическому кризису всегда сопутствует безработица;

    3) муз. сопровождать, аккомпанировать;

    συνοδεύομαι — сопровождаться, влечь за собой;

    ο πυρετός συνοδεύεται υπό ρίγους — температура сопровождается ознобом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συνοδεύω

  • 89 τριταίος

    αία, ον совершающийся на третий день;

    τριταίος πυρετός мед. — терциана, трёхдневная лихорадка

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τριταίος

  • 90 υψηλός

    η, όν
    1) в разн. знач высокий;

    υψηλού αναστήματος — высокого роста;

    υψηλή πίεση — высокое давление;

    υψηλή θερμοκρασία — жара;

    υψηλός πυρετός — высокая температура (у больного);

    υψηλές τιμές — высокие цены;

    υψηλά ιδανικά — высокие, возвышенные идеалы;

    υψηλός ξένος — высокий гость;

    υψηλ τίτλος — высокое звание;

    υψηλή θέση — высокое положение (кого-л.);

    τα υψηλά συμβαλόμενα μέρη дип — высокие договаривающиеся стороны;

    κατέχω υψηλό αξίωμα — занимать высокий пост;

    ρεΰμα υψηλής τάσεως — ток высокого напряжения;

    με υψηλά όρη — высокогорный;

    2) геогр. высокий, возвышенный, высокогорный;

    § αφ' υψηλου — свысока, сверху вниз;

    κυττάζω κάποιον αφ' υψηλου — смотреть на кого-л. свысока;

    καθ' υψηλήν επιταγήν — по распоряжению сверху

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υψηλός

  • 91 Πυρετοίν

    Πυρετός
    burning heat: masc gen /dat dual

    Morphologia Graeca > Πυρετοίν

  • 92 Πυρετοῖν

    Πυρετός
    burning heat: masc gen /dat dual

    Morphologia Graeca > Πυρετοῖν

  • 93 Πυρετοίο

    Πυρετός
    burning heat: masc gen sg (epic)

    Morphologia Graeca > Πυρετοίο

  • 94 Πυρετοῖο

    Πυρετός
    burning heat: masc gen sg (epic)

    Morphologia Graeca > Πυρετοῖο

  • 95 Πυρετοίς

    Πυρετός
    burning heat: masc dat pl

    Morphologia Graeca > Πυρετοίς

  • 96 Πυρετοῖς

    Πυρετός
    burning heat: masc dat pl

    Morphologia Graeca > Πυρετοῖς

  • 97 Πυρετοίσι

    Πυρετός
    burning heat: masc dat pl (epic ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > Πυρετοίσι

  • 98 Πυρετοῖσι

    Πυρετός
    burning heat: masc dat pl (epic ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > Πυρετοῖσι

  • 99 Πυρετοίσιν

    Πυρετός
    burning heat: masc dat pl (epic ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > Πυρετοίσιν

  • 100 Πυρετοῖσιν

    Πυρετός
    burning heat: masc dat pl (epic ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > Πυρετοῖσιν

См. также в других словарях:

  • Πυρετός — burning heat masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρετός — burning heat masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρετός — Κάθε σταθερή ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Όταν η θερμοκρασία, που λαμβάνεται στη μασχάλη, ξεπερνά τους 37°C θεωρείται π.· όπως είναι γνωστό, η θερμοκρασία του στόματος είναι κατά μερικά δέκατα υψηλότερη από… …   Dictionary of Greek

  • πυρετός — ο 1. παθολογική αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος, υπερθερμία, θέρμη, ζέστη. 2. εξαιρετική δραστηριότητα: Προεκλογικός πυρετός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τύφος ή τυφοειδής πυρετός — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος, που κατά μέσο όρο διαρκεί 4 5 βδομάδες, με χαρακτήρα ενδημικό επιδημικό. Πρώτη φορά την περιέγραψαν το 1659. Τον υπεύθυνο λοιμώδη παράγοντα ανακάλυψε το 1880 ο Γερμανός γιατρός μικροβιολόγος Καρλ Γιόζεφ Έμπερτ… …   Dictionary of Greek

  • αμφήμερος πυρετός — ἀμφήμερος πυρετός, ο (Α) βλ. αμφημερινός …   Dictionary of Greek

  • κίτρινος πυρετός — Επικίνδυνη για τη ζωή ιογενής νόσος η οποία μεταδίδεται στον άνθρωπο με το δήγμα των κουνουπιών. Στο αρχικό στάδιο χαρακτηρίζεται από πυρετό, πονοκέφαλο και ναυτία. Ύστερα από ολιγοήμερη ύφεση ο πυρετός εμφανίζεται ξανά και συνοδεύεται από ίκτερο …   Dictionary of Greek

  • Τέξας πυρετός — Παρασιτική νόσος, πολύ μεταδοτική, που επιστημονικά ονομάζεται ελομιανσία και οφείλεται στην προσβολή των ερυθρών αιμοσφαιρίων του αίματος από ειδικό αιματοζωάριο, του δίδυμου προσώματος. Μεταδίδεται με το τσίμπημα αρθρόποδων παράσιτων του… …   Dictionary of Greek

  • Πυρετοῖν — Πυρετός burning heat masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρετοῖν — πυρετός burning heat masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυρετοῖο — Πυρετός burning heat masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»