Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πυνθάνεσθαι

См. также в других словарях:

  • πυνθάνεσθαι — πυνθάνομαι learn pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Pythivs — PYTHIVS, ii, Gr. Πύθιος, ου, ein gemeiner Beynamen des Apollo, welchen er von dem Python bekommen, den er erlegete. Hygin. Fab. 140. Anderewollen ihn von πυνθάνεσθαι, fragen, herleiten, weil man sein Orakel immer um Rath zu fragen pflegen.… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • γνωμηδόν — επίρρ. (Α) [γνώμη] φρ. «γνωμηδὸν πυνθάνεσθαι» με εξέταση τής κάθε μιας γνώμης …   Dictionary of Greek

  • λακοπείν — λακοπεῑν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πυνθάνεσθαι» …   Dictionary of Greek

  • μετρικός — ή, ό (Α μετρικός, ή, όν) [μέτρον] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο μέτρο ή αυτός που χρησιμεύει στη μέτρηση («μετρικοὶ ῥυθμοί», Αριστοτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο μετρικός αυτός που ασχολείται ειδικά ή αυτός που είναι έμπειρος στη… …   Dictionary of Greek

  • περίειμι — (I) ΜΑ επιζώ, βρίσκομαι ακόμη στη ζωή (α. «αἱρέεται αὐτὸς περιεῑναι» προτιμά να επιζήσει αυτός, Ηρόδ. β. «ὑπόμνησιν τῶν περιόντων καὶ τῶν κεκοιμημένων», Κωνστ.) αρχ. 1. βρίσκομαι γύρω από κάτι («χωρίον ᾧ κύκλῳ τειχίον περιῆν», Θουκ.) 2. υπερέχω,… …   Dictionary of Greek

  • πυνθάνεσθ' — πυνθάνεσθε , πυνθάνομαι learn pres imperat mp 2nd pl πυνθάνεσθε , πυνθάνομαι learn pres ind mp 2nd pl πυνθάνεσθαι , πυνθάνομαι learn pres inf mp πυνθάνεσθε , πυνθάνομαι learn imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»