Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πυκ-νός

См. также в других словарях:

  • χαύνος — η, ο / χαῡνος, αύνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) πνευματικά νωθρός, αποκοιμισμένος, αποβλακωμένος 2. (για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις) άτονος, χαλαρός (α. «σε μια προσήλωση ως κρατεί χαύνο το πνεύμα», Μαλακ. β. «σύμπασιν δ ὑμῑν… …   Dictionary of Greek

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

  • σπιδνός — Α (κατά τον Ησύχ.) «πυκνός, συνεχής, πεπηγώς». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπιδ (για ετυμολ. βλ. λ. σπιδής) + επίθημα νός (πρβλ. πυκ νός). Για τη σημ. τής λ. σε σχέση με τη σημ. «μακρός, εκτεταμένος» τού τ. σπιδής πρβλ. λατ. spissus «βραδύς, δυσχερής,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»