Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πυκνοτέρᾳ

См. также в других словарях:

  • πυκνοτέρα — πυκνοτέρᾱ , πυκνός close fem nom/voc/acc comp dual πυκνοτέρᾱ , πυκνός close fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) πυκνοτέρᾱ , πυκνος with pointed bottom fem nom/voc/acc comp dual πυκνοτέρᾱ , πυκνος with pointed bottom fem nom/voc comp sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνοτέρᾳ — πυκνοτέρᾱͅ , πυκνός close fem dat comp sg (attic doric aeolic) πυκνοτέρᾱͅ , πυκνος with pointed bottom fem dat comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνότερα — πυκνός close neut nom/voc/acc comp pl πυκνος with pointed bottom neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνοτέρας — πυκνοτέρᾱς , πυκνός close fem acc comp pl πυκνοτέρᾱς , πυκνός close fem gen comp sg (attic doric aeolic) πυκνοτέρᾱς , πυκνος with pointed bottom fem acc comp pl πυκνοτέρᾱς , πυκνος with pointed bottom fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνοτέραν — πυκνοτέρᾱν , πυκνός close fem acc comp sg (attic doric aeolic) πυκνοτέρᾱν , πυκνος with pointed bottom fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνοτέραις — πυκνός close fem dat comp pl πυκνοτέρᾱͅς , πυκνός close fem dat comp pl (attic) πυκνος with pointed bottom fem dat comp pl πυκνοτέρᾱͅς , πυκνος with pointed bottom fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλλειψη — Απουσία, ανυπαρξία· ανεπάρκεια, ατέλεια, ελάττωμα. Ο όρος έ. αναφέρεται σε ένα σχήμα λόγου, στο οποίο παραλείπονται μία ή περισσότερες λέξεις που εύκολα εννοεί ο ακροατής, με σκοπό να εκφραστεί συντομότερα ή πυκνότερα μια σκέψη. Αυτή η συντομία… …   Dictionary of Greek

  • βυρσοδεψία — Οι τεχνικές και χημικές επεξεργασίες που κάνουν άσηπτα και αδιάβροχα τα δέρματα των ζώων. Η χρήση των δερμάτων για προστατευτικά καλύμματα και ενδύματα έχει τις ρίζες της στους προϊστορικούς χρόνους. Πολυάριθμες ενδείξεις παρουσιάζουν ως… …   Dictionary of Greek

  • παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο …   Dictionary of Greek

  • σκέπαστρο — το / σκέπαστρον, ΝΑ σκεπαστήριο, σκέπασμα νεοελλ. 1. κατασκεύασμα που χρησιμεύει για κάλυψη, απόκρυψη ή προφύλαξη 2. στρ. οχυρωματικό έργο που προφυλάσσει τους σταθμούς διοίκησης, τους μαχητές, τα πυροβόλα, τα πυρομαχικά, τα οχήματα από τα… …   Dictionary of Greek

  • χιόνι — Χαρακτηριστικό στερεό ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα, που αποτελείται από συσσωρεύσεις παγοκρυστάλλων, οι οποίοι, με παρουσία πυρήνων συμπύκνωσης, σχηματίζονται στο εσωτερικό ενός νέφους εξαιτίας της παγοποίησης των υδροσταγονιδίων που το αποτελούν ή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»