-
1 πτηνα
τά пернатый мир, птицы Aesch., Soph., Plat. -
2 πτηνό(ν)
το птица;τα αποδημητικά πτηνά — перелётные птицы;
τό ωδικό (αρπακτικό) πτηνό(ν) — певчая (хищная) птица;
κατοικίδια πτηνά — домашняя птица;
υδρόβια πτηνά — водоплавающая птица
-
3 πτηνό(ν)
το птица;τα αποδημητικά πτηνά — перелётные птицы;
τό ωδικό (αρπακτικό) πτηνό(ν) — певчая (хищная) птица;
κατοικίδια πτηνά — домашняя птица;
υδρόβια πτηνά — водоплавающая птица
-
4 πεζος
31) пеший, пехотный(δύναμις πεζέ καὴ ἱππική Xen.)
ἥ πεζέ μάχη Plat. — сражение в пешем строю2) передвигающийся сухим путем, сухопутный(ἐν νηῒ ἢ π. Hom.; ἥ πεζέ στρατιὰ καὴ τὸ ναυτικόν Lys.)
3) живущий на земле, наземный(τὰ πεζὰ καὴ τὰ πτηνὰ θηρία Plat.)
ἥ πεζέ θήρα Plat. — охота на наземных животных4) прозаический Luc.5) (самый) обыкновенный, обыденный(ὀνόματα Plut.)
ὑπόμνημα κομιδῇ πεζόν Luc. — написанная самым неотделанным языком заметка6) исполняемый без аккомпанемента(μέλη Soph.)
-
5 πτηνος
-
6 ωκυπετης
-
7 αναρριχητικός
η, ό[ν]1) карабкающийся, взбирающийся; 2) вьющийся, ползучий (р растениях);§ αναρριχητικά πτηνά зоол — лазящие птицы
-
8 αποδημητικός
η, ό[ν] Г) часто путешествующий, любящий путешествия, странствующий;2) перелётный (о птицах);αποδημητικά πτηνά — перелётные птицы
-
9 αρπαχτικός
η, ό1) захватнический; грабительский;αρπαχτικός πόλεμος — захватническая война;
2) прям., перен. хищный;αρπαχτικα πτηνά — хищные птицы;
αρπαχτικό βλέμμα — хищный взгляд;
3) прям., перен. хищнический;αρπαχτικά ένστικτα — хищнические инстинкты
-
10 εκτοπιστικός
η, ό[ν]1) прям., перен. вытесняющий; 2) изгоняющий, высылающий; 3) оттесняющий, выбивающий (противника); 4) мигрирующий;εκτοπιστικά πτηνά — перелётные птицы
-
11 λιμνόβιος
α, ο [ος, ον ] озёрный; обитающий в озере, на озере;λιμνόβια πτηνά — озёрная птица
-
12 μεταβαττκός
η, ό[ν]1) меняющий место пребывания;μεταβαττκά πτηνά — перелётные птицы;
2) переходный; непостоянный, неустойчивый;μεταβαττκή περίοδος — переходный период;
μεταβαττκή κατάσταση — неустойчивое положение;
3) грам, переходный (о глаголе);4) меняющий местонахождение; находящийся в движении; выездной;μεταβαττκά αποσπάσματα — подвижные отряды, части;
μεταβαττκή σύνοδος — выездная сессия
-
13 μεταναστευτικές
η, ό[ν]1) переселяющийся, эмигрирующий; 2) переселенческий, эмиграционный, относящийся к эмиграции; 3) эмигрантский, относящийся к эмигрантам; 4) биол мигрирующий; миграционный;μεταναστευτικέςά πτηνά — перелётные птицы;
μεταναστευτικέςοί ιχθύες — мигрирующие рыбы
-
14 υδρόβιος
ος, ο[ν] водный, живущий в воде;υδρόβια πτηνά — водоплавающая птица
-
15 ωδικός
См. также в других словарях:
πτηνά — πτηνός able to fly neut nom/voc/acc pl πτηνά̱ , πτηνός able to fly fem nom/voc/acc dual πτηνά̱ , πτηνός able to fly fem nom/voc sg (doric aeolic) πτηνός able to fly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτηνά — Τάξη σπονδυλωτών ιδιαίτερα προσαρμοσμένων για την πτήση εξαιτίας της μετατροπής των μπροστινών άκρων σε φτερούγες. Τα π. είναι ζώα ομοιόθερμα, δηλαδή με σταθερή θερμοκρασία του σώματος, κατά μέσο όρο υψηλότερη από τη θερμοκρασία των θηλαστικών.… … Dictionary of Greek
αναρριχητικά πτηνά — Τάξη πτηνών, σύμφωνα με το παλαιό σύστημα ταξινόμησης, με μόνο κοινό χαρακτηριστικό τον σχηματισμό των δαχτύλων, από τα οποία τα δύο διευθύνονται προς τα εμπρός και τα δύο προς τα πίσω. Αυτό τους επιτρέπει να πιάνονται από τα κλαδιά των δέντρων… … Dictionary of Greek
παραδείσια πτηνά — Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται μερικά στρουθιόμορφα πουλιά της οικογένειας των παραδεισιδών, που ονομάστηκαν έτσι για την ωραιότητα του φτερώματός τους, που είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό στα αρσενικά. Τα πουλιά αυτά είναι διαδεδομένα σχεδόν μόνο … Dictionary of Greek
πτήν' — πτηνά , πτηνός able to fly neut nom/voc/acc pl πτηνά̱ , πτηνός able to fly fem nom/voc/acc dual πτηνά̱ , πτηνός able to fly fem nom/voc sg (doric aeolic) πτηνά , πτηνός able to fly neut nom/voc/acc pl πτηνέ , πτηνός able to fly masc voc sg πτηνέ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιόρνιθες — Πτηνά, συγγενικά της στρουθοκαμήλου, που έχουν εκλείψει. Είχαν δυνατά πόδια, πλατύ και επίπεδο στέρνο, φτερά που μίκραιναν στο σημείο των αποφύσεων και το ύψος τους ξεπερνούσε τα 3 μ. Τα αβγά τους ήταν πολύ μεγάλα και το βάρος τους, πολλές φορές … Dictionary of Greek
πτιλονορυγχίδες — Πτηνά που ζουν στην Αυστραλία, στη Νέα Γουινέα και σε μερικά γειτονικά τους αρχιπελάγη και αποτελούν μία οικογένεια της τάξης των στρουθιόμορφων. Οι π. –που περιλαμβάνουν περίπου 17 είδη– παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον προπάντων για τη… … Dictionary of Greek
πτηνάς — πτηνά̱ς , πτηνός able to fly fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
αγριόχηνα — Στεγανόποδο, χηνόμορφο πτηνό της οικογένειας των ανατιδών ή νησσιδών. Έχει σώμα βαρύ, ράμφος κοντό και χοντρό στη βάση και πόδια μακρύτερα από της αγριόπαπιας. Τo χρώμα της είναι καφετί γκρίζο έως λευκό. Αλλάζει τα φτερά της δύο φορές τον χρόνο,… … Dictionary of Greek