Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πρῴρη

См. также в других словарях:

  • πρώρα — η, ΝΜΑ, και πλώρη Ν, και επικ. και ιων. τ. πρῴρη και πρῷρα και ποιητ. τ. πρώϊρα και άχρηστος ασυναίρ. τ. στον Ηρωδιανό πρώειρα και πρώρρα Α το πρόσθιο σφηνοειδές άκρο τού πλοίου, το προορισμένο να διασχίζει το νερό νεοελλ. (κατ επέκτ.) το πρόσθιο …   Dictionary of Greek

  • μιλτόπρωρος — μιλτόπρωρος, ον (Α) (για πλοίο) μιλτοπάρηος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + πρῳρος (< πρῴρη), πρβλ. χρυσό πρῴρος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόπρωρος — ον, Α αυτός που έχει χρυσή πλώρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πρῳρος (< πρῴρη), πρβλ. χαλκό πρῳρος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»