-
1 πρώρας
πρῴ̱ρᾱς, πρῷραforepart of a ship: fem acc plπρῴ̱ρᾱς, πρῷραforepart of a ship: fem gen sg (attic doric aeolic)πρῴ̱ρᾱς, πρῷραforepart of a ship: fem acc pl (ionic)πρῴ̱ρᾱς, πρῷραforepart of a ship: fem gen sg (attic doric ionic aeolic) -
2 πρῴρας
πρῴ̱ρᾱς, πρῷραforepart of a ship: fem acc plπρῴ̱ρᾱς, πρῷραforepart of a ship: fem gen sg (attic doric aeolic)πρῴ̱ρᾱς, πρῷραforepart of a ship: fem acc pl (ionic)πρῴ̱ρᾱς, πρῷραforepart of a ship: fem gen sg (attic doric ionic aeolic) -
3 πρῷρα
πρῷρ-α [[pron. full] ᾰ in nom. and acc. sg., A.Supp. 716, S.Ph. 482, Fr. 726, E.Hel. 1563, 1582, Or. 362, IT 1134 (lyr.); nom. πρῷρ' with elision in IG2.2836; acc. πρῴρᾱν is f.l. in A.R.1.372; πρῴρην is found in codd. of Hdt.1.194, 7.180], ἡ,A forepart of a ship, prow,εἰς ἴκρια νηὸς πρῴρης Od.12.230
(here prob. adjectival with νηός), cf. Hdt. ll.cc., etc.; πνεῦμα τοὐκ πρῴρας a contrary wind, opp. κατὰ πρύμναν, S.Ph. 639.2 metaph., πρῷρα βιότου the prow of life's vessel, i.e. early youth, E.Tr. 103 (anap.); ὦ πρῷρα λοιβῆς Ἑστία thou who art first entitled to it, S.Fr. 726; πάροιθεν πρῴρας.. καρδίας before my heart's prow, in front of my heart, A.Ch. 390 (lyr.).3 end of a vinebranch, Thphr.HP2.1.3 (cj. in CP3.14.7). (Written πρώρρα in Plb. 8.6.1, al., but πρωιρ- in PSI4.382.2 (iii B.C.), cf. πρῳρατικός; κυανοπρωΐρους [[pron. full] ?πρῷραX?πρῷραX ¯ ¯ ¯ ¯ ] is cited by EM692.32 from Hom., and κυανοπρώϊραν from Simon.241: hence πρῷρα is prob. [var] contr. from a word of the form [pron. full] ¯ ¯ ?πρῷραX, but whether from Πρώειρα, as inferred by Hdn. Gr.2.410, is doubtful; perh. from Πρώαιρα, cf. νείαιρα; -πρωῑρ- in Hom. and Simon. may have arisen by 'distraction' of the contracted form.) -
4 κάπριος
II Adj. κάπριος, ον, = κάπρειος, like a wild boar,καπρίους ἔχειν τὰς πρῴρας Hdt.3.59
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάπριος
-
5 καταστέφω
A deck with garlands, crown, wreath, κ. βωμόν (with branches wreathed in wool) E.Heracl. 124; κ. νεκρόν (with libations) Id.Ph. 1632; πλόκαμος ὅδε καταστέφειν here are my tresses for you to crown, Id.IA 1478 (lyr.); ἄντομαί σε καὶ κ. χεροῖν encircle thee, Id.Heracl. 226; κατέστεψας πέδον and κατάστεψον π. are vv. ll. in S.OC 467, cf.καταστείβω; κ. τὰς πρῴρας D.C.51.5
; οὔρεα Epic. in Arch.Pap.7p.7:—[voice] Pass.,κατεστέφθαι Aeschin.3.164
;δάφνῃ κατεστεμμένος τὰς κόμας D.H.2.34
; κλάδος ἐρίῳ κατεστ. Plu. Thes.18: metaph., πεδία ληΐοις κατεστεμμένα Men.Rh.p.345 S.;ὁ πόλος ἀστέρας κατέστεπται Hp.Ep. 12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστέφω
-
6 οὐκοῦν
A like οὔκουν, of οὐκ and οὖν, but differing in meaning and accent, cf. A.D. Conj.257.18sqq., Hdn.Gr.1.516, Phryn.PSp.98B.I in questions, inviting assent to an inference, or to an addition to what has already received assent, οὐκοῦν δοκεῖ σοι .. ; you think then, do you not, that.. ? X.Cyr.2.4.15, Mem.1.4.5, cf. 4.2.20, Pl.Prt. 332b, 360b-d, Cra. 416c, etc.: with hortatory subj., οὐκοῦν καὶ ἄλλους σε φῶμεν δυνατὸν εἶναι ποιεῖν (sc. ῥήτορας ἀγαθούς) ; Id.Grg. 449b: folld. by οὐ when a neg. answer is invited, ;Id.
Phlb. 43d, cf. Phd. 105e; ;D.
16.4.II in affirm. sentences, surely then,οὐκοῦν, εἰ ταῦτα ἀληθῆ, πολλὴ ἐλπὶς ἀφικομένῳ οἷ ἐγὼ πορεύομαι Pl.Phd. 67b
: with subj. or imper., οὐκοῦν διδάσκωμεν αὐτόν, ἀλλὰ μὴ λοιδορῶμεν let us teach him, then, Id.La. 195a; οὐκοῦν.. ἱκανῶς ἐχέτω let this then suffice, Id.Phdr. 274b, cf. 278b, Luc.DMort.23.3;οὐκοῦν ἂν ἤδη.. λέγοι Ar. Pax43
: with a prohibition,οὐκοῦν μὴ.. αὐτομολήσῃς Aeschin.1.159
; οὐκοῦν ὑπόλοιπον δουλεύειν slavery, then, is the only alternative, D.8.59.2 in replies, very well, yes, ἴωμεν .. Answ.οὐκοῦν ἐπειδὰν πνεῦμα τοὐκ πρῴρας ἀνῇ, τότε στελοῦμεν S.Ph. 639
; ἀμηχάνων ἐρᾷς. Answ.οὐκοῦν, ὅταν δὴ μὴ σθένω, πεπαύσομαι Id.Ant.91
; ἥξει γὰρ αὐτά, κἂν ἐγὼ σιγῇ στέγω. Answ. ; ἀπόλωλας, ὦ κακόδαιμον. Answ. ; ἴθι δὴ σκεψώμεθα .. Answ. οὐκοῦν χρή yes, let us do so, Pl.Plt. 289d, cf. 287c, Sph. 254d; surely, ;οὐκοῦν κλεινὴ καὶ ἔπαινον ἔχουσ'.. ἀπέρχῃ S.Ant. 817
(anap.). -
7 παραπλέω
παραπλέω, [dialect] Ion. [suff] παραπλευρ-πλώω Orph.A. 733, 1271: [dialect] Ep. [tense] aor. 2 παρέπλων (v. infr.):—A sail by or past, abs., οἴη δὴ κείνῃ γε παρέπλω.. Ἀργώ was the only ship that sailed through that way, Od.12.69, cf. X.An.5.1.11 ; ἐν χρῷ παραπλέοντες sailing close in, Th.2.84, cf. 90 ;π. παρὰ τὰς πρῴρας τῶν νεῶν Hdt.7.100
; π. τὴν Ἔφεσον sail past Ephesus, Act.Ap. 20.16.2 coast by or along,ὃς τῆς Ἀττικῆς ταῦτα μὴ -πέπλωκε Hdt.4.99
, cf. Isoc. 15.123 ;ἐς Σικυῶνα Th.1.111
;ἐνθένδε μὲν εἰς Σινώπην π., ἐκ Σινώπης δὲ εἰς Ἡράκλειαν X.An.5.6.10
, cf. D.35.31 ;ἐκεῖθεν X.HG5.4.61
; π. ἀπὸ κάλω, v. κάλως.3 metaph., π. τὰς συμφοράς sail past, escape them, Amphis 3.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραπλέω
-
8 παρειά
πᾰρειά, ἡ, Hom.(v. infr.), IG22.1421.124, 1455.11, etc. ; but [full] παρεά ib.1425.246 ; [dialect] Aeol. [full] παραύα (q.v.) ; [dialect] Dor. *[full] παρᾱά (implied in εὐπάραος) ; Old [dialect] Ion. *[full] παρηή (implied in καλλιπάρηος, μιλτοπάρηος, and the adjectival παρή-ιον):—A cheek, used by Hom. always in pl. (sg. being supplied by the [dialect] Ion. παρήϊον), Il.3.35,al.; of an eagle, Od.2.153 : also Trag., in pl., S.Ant. 783 (lyr.): in sg., A.Pr. 401 (lyr.), S. Ant. 1239, E.Tr. 280 (lyr.): rare in Prose, as Pl.Plt. 270e, X.Cyr.6.4.3 (pl.).2 = τῆς πρῴρας τὰ ἑκατέρωθεν Poll.1.89.3 γῆς παρειά earth-flush, = ἀνεμώνη ἡ φοινικῆ, cj. in Ps.-Dsc.2.176. (Perh. fr. παρά, οὖς, lit. beside the ear.) -
9 στέριφος
A firm, solid, of ground,διὰ τοῦ ἕλους, ᾗ ἦν.. -ώτατον Th.6.101
, cf. Anon. ap. Suid. s.h.v.;τὰς πρῴρας -ωτέρας ἐποίησαν Th.7.36
; στερίφοις.. τοῖς ἐμβόλοις with their rams made solid, ibid.2 Subst. στέριφον, τό, rock-bottom, IG22.1668.8, 1682.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στέριφος
-
10 συντέμνω
συντέμνω, [dialect] Ion. [suff] συντελ-τάμνω Hdt.7.123: [tense] fut. - τεμῶ: [tense] aor. - έτεμον:—A cut down, cut short,ξ. τὰς πρῴρας ἐς ἔλασσον Th.7.36
; σ. χιτῶνας cut out, shape them, X.Cyr.8.2.5; συντέμνει δ' ὅρος ὑγρᾶς θαλάσσης the sea cuts short, terminates (my realm), A.Supp. 258; σ. τὰς πλεκτάνας cut them off, Alex.187, cf. 84.2 metaph.,εἰς ἓν.. πάντα τὰ μέλη ξυντεμῶ Ar.Ra. 1262
;τὸν ἐνιαυτὸν σ. εἰς μῆν' ἕνα Philippid.25.1
; τιμὰς ξ. abridge them, A.Eu. 227; :—[voice] Med.,πάντα τοι ξυντέμνεται Κύπρις.. βουλεύματα S.Fr.941.16
.3 esp. of expenses,σ. τὴν μισθοφοράν Th.8.45
; σ. τὰς δαπάνας εἰς τὰ καθ' ἡμέραν cut down one's expenses to one's daily wants, X.Hier.4.9:—[voice] Pass., εἰ.. ἐς εὐτέλειάν τι ξυντέτμηται (v.εὐτέλεια 11
) Th.8.86; συντμηθῆναι τὴν σύνταξιν that my allowance has been cut down, PCair.Zen.577.11 (iii B.C.).II of speech,ἐν βραχεῖ πολλοὺς λόγους Ar. Th. 178
, cf. Aeschin.2.31;σύντεμνέ μοι τὰς ἀποκρίσεις καὶ βραχυτέρας ποίει Pl.Prt. 334d
: then ( λόγον being omitted), cut the matter short, speak briefly,ὡς δὲ συντέμω E.Tr. 441
;ἅπαντα συντεμὼν φράσω Id.Hec. 1180
; σύντεμνε cut short, make an end, Mnesim.3.4;οἶνον εἰπὲ συντεμών Antiph.52.12
; συντεμόντι, like συνελόντι εἰπεῖν, in brief, Anaxil.22.30: also ς. (sc. τὴν ὁδόν) cut the way short, cut across,σ. ἀπ' Ἀμπέλου ἄκρης ἐπὶ Καναστραῖον ἄκρην Hdt.7.123
.III intr., τοῦ χρόνου συντάμνοντος as the time became short, Id.5.41.V cut together, join by an incision, ap. Orib.44.23.69.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντέμνω
-
11 ἀκρωτηριάζω
A cut off ἀκρωτήρια, of ships, τὰς πρῴρας ἠκρωτηρίασαν cut the beaks off the prows, Hdt.3.59:—so in [voice] Med.,τὰς τριήρεις ἀκρωτηριασάμενος X.HG6.2.36:—[voice] Pass., Ath.12.535d.
2 of persons, cut off hands and feet, mutilate, Plb.5.54.10, etc.; ῥῖνα, πρόσωπον, Clearch. 8, Plu.Alc.18; χεῖρας σὺν αὐτοῖς τοῖς βραχίοσιν D.S.34.8; ὄργανον, of circumcision, Ph.2.211; μηδὲν ἀκρωτηριάσῃς ἐνθάδε, Inscr. on statue, CIG6855:—so in [voice] Med., μέλη LXX 4 Ma.18.20: inetaph., ἠκρωτηριασμένοι τὰς πατρίδας D.18.296; ἀ. τὴν ἀρετήν τινος Max.Tyr. 5.8.
4 metaph., mutilate, maim, τῇ συγκοπῇ τὸ μέγεθος Longin.39.4; πρᾶγμα POxy. 237 vi 7 (ii A. D.); θείαν φύσιν Heraclit.All.26.
II intr., form a promontory, jut out like one, Plb.4.43.2, Str.2.1.40.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρωτηριάζω
-
12 στεῖρα 2
στεῖρα 2.Grammatical information: f.,Meaning: `forepart of the keel, stem' (Α 482 = β 428), = τὸ ἐξέχον τῆς πρῴρας ξύλον κατὰ την τρόπιν H.; enlarged στείρωμα = τρόπις H.Other forms: Dat. - ρῃ.Derivatives: ἀνά-στειρος `with the prow pointing up, with a high stem' (Plb.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Like 1. στεῖρα old feminine formation (cf. esp. the semant. close πρῳ̃ρα), beside στερεός (s.v.); so prop. "the rising up stiff " v. t.; the word is then identical to στεῖρα 1.Page in Frisk: 2,783Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στεῖρα 2
См. также в других словарях:
πρῴρας — πρῴ̱ρᾱς , πρῷρα forepart of a ship fem acc pl πρῴ̱ρᾱς , πρῷρα forepart of a ship fem gen sg (attic doric aeolic) πρῴ̱ρᾱς , πρῷρα forepart of a ship fem acc pl (ionic) πρῴ̱ρᾱς , πρῷρα forepart of a ship fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela … Wikipedia Español
PRORA — extremitas est partis anterioris navigii: in qua inter προεμβολίδα et ἔμβολον statuebatur Parasemon, protome videl. alicuius animalis, a qua tota navis nomen accipiebat. Est autem τὸ ἔμβολον rostrum navis, super quod pars eminens in prora… … Hofmann J. Lexicon universale
διαφορόμετρο — το ναυτ. όργανο για τη μέτρηση τής διαφοράς βυθίσματος μεταξύ πρώρας και πρύμνης πλοίου … Dictionary of Greek
επωτίδα — η (AM ἐπωτίς) πληθ. επωτίδες δοκοί που προεξέχουν στις δύο πλευρές τής πρώρας πλοίου για να κρεμιέται η άγκυρα νεοελλ. 1. προεκβολή ξύλου ή σίδερου στο τοίχωμα πλοίου, όπου στερεώνουν ή κρεμούν αντικείμενα αρχ. μσν. 1. λαβή ποτηριού 2. εξάρτημα… … Dictionary of Greek
ιστιόστιγμα — το ναυτ. (για πλοία) σημείο κατά το οποίο η διεύθυνση τών αντιστάσεων τής πρώρας συναντά την κατακόρυφο που διέρχεται από το κέντρο βάρους τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + στίγμα] … Dictionary of Greek
μιλτοπάρηος — μιλτοπάρηος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ερυθρές παρειές, κόκκινα μάγουλα 2. (για πλοίο) αυτός που είναι βαμμένος και στις δύο πλευρές τής πρύμνης και τής πρώρας με μίλτο («τῷ δ ἅμα νῆες ἕποντο δυώδεκα μιλτοπάρῃοι», Ομ. Ιλ.) 3. αυτός που έχει το… … Dictionary of Greek
παραπλέω — ιων. τ. παραπλώω, ΝΑ 1. πλέω παραλλήλως προς κάτι και σε μικρή απόσταση από αυτό («παρέπλωε παρὰ τὰς πρῴρας τῶν νεῶν, ἐπειρωτῶν τε ἑκάστας», Ηρόδ.) 2. πλέω παρά την ακτή (α. «παραπλέουμε το Σούνιο» β. «παρέπλευσαν ἐς Σικυῶνα», Θουκ.) αρχ. μτφ.… … Dictionary of Greek
παρεξελαύνω — ΜΑ [εξελαύνω] εξέρχομαι από κάτι («τοῡ ἀγαθοῡ παρατρέπη καὶ παρεξελαύνῃ», Νικ. Δαυίδ) αρχ. 1. περνώ οδηγώντας, προχωρώ κοντά σε κάποιον 2. υπερτερώ σε αγώνα, ξεπερνώ («εἰ γὰρ κ ἐν νύσση γε παρεξελάσησθα διώκων», Ομ. Ιλ.) 2. περνώ κωπηλατώντας,… … Dictionary of Greek
περιστερά — I (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του Ν. ημισφαίριου. Αποτελείται βασικά από σκοτεινά αστέρια. II Ορεινός οικισμός (υψόμ. 570 μ.), στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (28 τ. χλμ.). * * * η, ΝΜΑ… … Dictionary of Greek
πρωρήσια — τὰ, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) τα ακραία τμήματα τής πρώρας πλοίου, τα κόρυμβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῷρα (πρβλ. πρυμνήσια < πρυμνήσιος*)] … Dictionary of Greek