Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πρῴρας

См. также в других словарях:

  • πρῴρας — πρῴ̱ρᾱς , πρῷρα forepart of a ship fem acc pl πρῴ̱ρᾱς , πρῷρα forepart of a ship fem gen sg (attic doric aeolic) πρῴ̱ρᾱς , πρῷρα forepart of a ship fem acc pl (ionic) πρῴ̱ρᾱς , πρῷρα forepart of a ship fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela …   Wikipedia Español

  • PRORA — extremitas est partis anterioris navigii: in qua inter προεμβολίδα et ἔμβολον statuebatur Parasemon, protome videl. alicuius animalis, a qua tota navis nomen accipiebat. Est autem τὸ ἔμβολον rostrum navis, super quod pars eminens in prora… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διαφορόμετρο — το ναυτ. όργανο για τη μέτρηση τής διαφοράς βυθίσματος μεταξύ πρώρας και πρύμνης πλοίου …   Dictionary of Greek

  • επωτίδα — η (AM ἐπωτίς) πληθ. επωτίδες δοκοί που προεξέχουν στις δύο πλευρές τής πρώρας πλοίου για να κρεμιέται η άγκυρα νεοελλ. 1. προεκβολή ξύλου ή σίδερου στο τοίχωμα πλοίου, όπου στερεώνουν ή κρεμούν αντικείμενα αρχ. μσν. 1. λαβή ποτηριού 2. εξάρτημα… …   Dictionary of Greek

  • ιστιόστιγμα — το ναυτ. (για πλοία) σημείο κατά το οποίο η διεύθυνση τών αντιστάσεων τής πρώρας συναντά την κατακόρυφο που διέρχεται από το κέντρο βάρους τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + στίγμα] …   Dictionary of Greek

  • μιλτοπάρηος — μιλτοπάρηος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ερυθρές παρειές, κόκκινα μάγουλα 2. (για πλοίο) αυτός που είναι βαμμένος και στις δύο πλευρές τής πρύμνης και τής πρώρας με μίλτο («τῷ δ ἅμα νῆες ἕποντο δυώδεκα μιλτοπάρῃοι», Ομ. Ιλ.) 3. αυτός που έχει το… …   Dictionary of Greek

  • παραπλέω — ιων. τ. παραπλώω, ΝΑ 1. πλέω παραλλήλως προς κάτι και σε μικρή απόσταση από αυτό («παρέπλωε παρὰ τὰς πρῴρας τῶν νεῶν, ἐπειρωτῶν τε ἑκάστας», Ηρόδ.) 2. πλέω παρά την ακτή (α. «παραπλέουμε το Σούνιο» β. «παρέπλευσαν ἐς Σικυῶνα», Θουκ.) αρχ. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • παρεξελαύνω — ΜΑ [εξελαύνω] εξέρχομαι από κάτι («τοῡ ἀγαθοῡ παρατρέπη καὶ παρεξελαύνῃ», Νικ. Δαυίδ) αρχ. 1. περνώ οδηγώντας, προχωρώ κοντά σε κάποιον 2. υπερτερώ σε αγώνα, ξεπερνώ («εἰ γὰρ κ ἐν νύσση γε παρεξελάσησθα διώκων», Ομ. Ιλ.) 2. περνώ κωπηλατώντας,… …   Dictionary of Greek

  • περιστερά — I (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του Ν. ημισφαίριου. Αποτελείται βασικά από σκοτεινά αστέρια. II Ορεινός οικισμός (υψόμ. 570 μ.), στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (28 τ. χλμ.). * * * η, ΝΜΑ… …   Dictionary of Greek

  • πρωρήσια — τὰ, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) τα ακραία τμήματα τής πρώρας πλοίου, τα κόρυμβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῷρα (πρβλ. πρυμνήσια < πρυμνήσιος*)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»