-
1 συντεμόντι
συντέμνωcut down: aor part act masc /neut dat sg -
2 συντεμόντ'
συντεμόντα, συντέμνωcut down: aor part act neut nom /voc /acc plσυντεμόντα, συντέμνωcut down: aor part act masc acc sgσυντεμόντι, συντέμνωcut down: aor part act masc /neut dat sgσυντεμόντε, συντέμνωcut down: aor part act masc /neut nom /voc /acc dual -
3 συντέμνω
συντέμνω, [dialect] Ion. [suff] συντελ-τάμνω Hdt.7.123: [tense] fut. - τεμῶ: [tense] aor. - έτεμον:—A cut down, cut short,ξ. τὰς πρῴρας ἐς ἔλασσον Th.7.36
; σ. χιτῶνας cut out, shape them, X.Cyr.8.2.5; συντέμνει δ' ὅρος ὑγρᾶς θαλάσσης the sea cuts short, terminates (my realm), A.Supp. 258; σ. τὰς πλεκτάνας cut them off, Alex.187, cf. 84.2 metaph.,εἰς ἓν.. πάντα τὰ μέλη ξυντεμῶ Ar.Ra. 1262
;τὸν ἐνιαυτὸν σ. εἰς μῆν' ἕνα Philippid.25.1
; τιμὰς ξ. abridge them, A.Eu. 227; :—[voice] Med.,πάντα τοι ξυντέμνεται Κύπρις.. βουλεύματα S.Fr.941.16
.3 esp. of expenses,σ. τὴν μισθοφοράν Th.8.45
; σ. τὰς δαπάνας εἰς τὰ καθ' ἡμέραν cut down one's expenses to one's daily wants, X.Hier.4.9:—[voice] Pass., εἰ.. ἐς εὐτέλειάν τι ξυντέτμηται (v.εὐτέλεια 11
) Th.8.86; συντμηθῆναι τὴν σύνταξιν that my allowance has been cut down, PCair.Zen.577.11 (iii B.C.).II of speech,ἐν βραχεῖ πολλοὺς λόγους Ar. Th. 178
, cf. Aeschin.2.31;σύντεμνέ μοι τὰς ἀποκρίσεις καὶ βραχυτέρας ποίει Pl.Prt. 334d
: then ( λόγον being omitted), cut the matter short, speak briefly,ὡς δὲ συντέμω E.Tr. 441
;ἅπαντα συντεμὼν φράσω Id.Hec. 1180
; σύντεμνε cut short, make an end, Mnesim.3.4;οἶνον εἰπὲ συντεμών Antiph.52.12
; συντεμόντι, like συνελόντι εἰπεῖν, in brief, Anaxil.22.30: also ς. (sc. τὴν ὁδόν) cut the way short, cut across,σ. ἀπ' Ἀμπέλου ἄκρης ἐπὶ Καναστραῖον ἄκρην Hdt.7.123
.III intr., τοῦ χρόνου συντάμνοντος as the time became short, Id.5.41.V cut together, join by an incision, ap. Orib.44.23.69.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντέμνω
См. также в других словарях:
συντεμόντι — συντέμνω cut down aor part act masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντέμνω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντέμνω και ιων. τ. συντάμνω Α [τέμνω] μτφ. α) περιστέλλω, περιορίζω, περικόπτω β) (σχετικά με λόγο) συντομεύω νεοελλ. (το θηλ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η συντέμνουσα μαθ. τριγωνομετρική συνάρτηση που αντιστοιχίζει σε κάθε γωνία … Dictionary of Greek
συντεμόντ' — συντεμόντα , συντέμνω cut down aor part act neut nom/voc/acc pl συντεμόντα , συντέμνω cut down aor part act masc acc sg συντεμόντι , συντέμνω cut down aor part act masc/neut dat sg συντεμόντε , συντέμνω cut down aor part act masc/neut nom/voc/acc … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)