-
1 πρατος
I.3[adj. verb. к πιπράσκω См. πιπρασκω] проданныйπρατόν τινα ἐκπέμψαι Soph. — продать кого-л. на чужбину (в рабство)
II.3 -
2 πρατιστος
-
3 απρατος
-
4 παλιμπρατος
-
5 πιπρασκω
ион. πιπρήσκω (fut. и aor. - от πωλέω и ἀποδίδομαι, pf. πέπρᾱκα, ppf. ἐπεπράκειν с ᾱ; pass.: fut. 3 πεπράσομαι с ᾱ - редко πραθήσομαι, aor. ἐπράθην - ион. ἐπρήθην; adj. verb. πρᾱτός и πρᾱτέος)1) вывозить на продажу, продавать(ἐς Λιβύην Her.)
ὀλίγου πεπρᾶσθαι Lys. — быть проданным за бесценок;ὠνούμενά τε καὴ πιπρασκόμενα Plat. — покупаемое и продаваемое;τούτων τῶν χρημάτων πεπρᾶσθαι Xen. — быть проданным за эти деньги2) предаватьπεπρακέναι αὑτούς τινι Dem. — продаться кому-л.
3) быть обреченным или подвластным -
6 πρωτος
дор. πρᾶτος 3[superl. к πρό См. προ]1) первыйπρώτῃ ἐν ὑσμίνῃ Hom. — в первом (же) бою;
τῇ πρώτῃ τῶν ἡμερέων Her. — с первого же дня2) первый, старший, главный(πρῶτοι πάντων ἀνθρώπων Her.; ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι NT.)
αἱ πρῶται πόλεις Thuc. — главнейшие города;οἱ πρῶτοι στρατοῦ Soph. — военачальники;οἱ πρῶτοι Arst. — граждане первого податного класса;ἀρετῇ π. Soph. — первый по доблести;π. χρῆμασι Thuc. — богатейший3) первый, передний, начальныйτὸν πρῶτον τοῦ χρόνου Xen. — с самого (же) начала;
ἐν πρώτῳ ῥυμῷ Hom. — на конце дышла;πρῶται θύραι Hom. — наружные двери;πρὸς πρώτην ἕω Soph. — на рассвете;οἱ πρῶτοι ( или πρόσθιοι) ὀδόντες Arst. — передние зубы;ὅ π. οὐρανός Arst. — первое небо, т.е. сфера «неподвижных» звезд4) предыдущий, прежний5) филос. первый, чистый(πρώτη οὐσία Arst.)
τὰ πρῶτα Plat., Arst. — первоначала;ὅ π. ἀριθμός Arst. — чистое, т.е. отвлеченное, неэмпирическое число (у мат. авторов - простое число);ἥ πρώτη φ. Arst. - см. φιλοσοφία 36) лог. главный, основной(τὰ πρῶτα τῶν ἐναντίων Arst.)
ὅρος π. Arst. — большой термин (силлогизма) - см. тж. πρῶτα, πρώτη, πρῶτον
См. также в других словарях:
πρᾶτος — masc nom sg πρότερος before masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρατός — πρᾱτός , πρατός for sale masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράτος — άτα, ον, Α δωρ. τ. βλ. πρώτος … Dictionary of Greek
πρατός — ή, όν, Α αυτός που είναι προς πώληση, πράσιμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ τού πέρνημι* (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, πρβλ. πι πρᾱ σκω) + επίθημα τος] … Dictionary of Greek
πρᾶτον — πρᾶτος masc acc sg πρᾶτος neut nom/voc/acc sg πρότερος before masc acc sg πρότερος before neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρᾶτα — πρᾶτος neut nom/voc/acc pl πρότερος before neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρᾶται — πρᾶτος fem nom/voc pl πρότερος before fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρᾶτοι — πρᾶτος masc nom/voc pl πρότερος before masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρατά — πρᾱτά , πρατός for sale neut nom/voc/acc pl πρᾱτά̱ , πρατός for sale fem nom/voc/acc dual πρᾱτά̱ , πρατός for sale fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρᾶτ' — πρᾶτα , πρᾶτος neut nom/voc/acc pl πρᾶτε , πρᾶτος masc voc sg πρᾶται , πρᾶτος fem nom/voc pl πρᾶτα , πρότερος before neut nom/voc/acc pl πρᾶτε , πρότερος before masc voc sg πρᾶται , πρότερος before fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλίμπρατος — παλίμπρατος, ον (Α) 1. αυτός που πωλείται λειανικά, αυτός που προέρχεται από μεταπώληση 2. (για δούλο) αυτός που μεταβιβάζεται με συχνή πώληση λόγω αχρειότητας 3. μηδαμινός, ανάξιος λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πρατός (< πιπράσκω «πουλώ»),… … Dictionary of Greek