Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πρό-οδος

  • 1 οδος

        I.
         ὀδός
         атт. = οὐδός См. ουδος I
        II.
         ὁδός
        эп. тж. οὐδός ἥ
        1) путь, дорога
        

    (λαοφόρος, ἱππηλασίη Hom.; ἁμαξιτός Pind.; ὁ. εἰς ἄστυ Plat.)

        ἰέναι ἱρέν ὁδόν Her.идти священной (т.е. ведущей в Дельфы) дорогой;
        τὰς ὁδοὺς ποιεῖν Xen. или τέμνειν Thuc. — прокладывать дороги;
        ἥ εἰς Θήβας φέρουσα ὁ. Thuc. — дорога на Фивы;
        πρὸ ὁδοῦ Hom. (продвигаясь) все дальше;
        κατ΄ ὁδόν Her. — по дороге, в пути;
        κατὰ τέν ὁδόν Plat. — по пути, дорогой;
        ( иногда ὁ. лишьподразумевается) πορεύεσθαι τέν ἔξω τείχους Plat. идти по дороге вне (городской) стены

        2) улица
        3) русло, тж. течение, направление
        

    (ποταμοῦ Xen.)

        4) путь, движение, переход, поездка, путешествие
        

    ὁδοῦ κατάρχειν Soph. — отправиться в дорогу;

        τριήκοντα ἡμερέων ὁ. Her. — тридцатидневный путь;
        ὁδὸν ἥκειν или ἐξήκειν Soph. — вернуться из путешествия, прибыть;
        τῆς ὁδοῦ ὄντες NT. — идущие этим путем;
        τρίποδας ὁδοὺς στείχειν Soph. — ходить на трех ногах, т.е. опираясь на палку;
        τὰν νεάταν ὁδὸν στείχειν или τέν πανυστάτην ὁδῶν ἁπασῶν βαίνειν Soph. — пройти последний путь, т.е. умереть

        5) перен. путь, метод, способ, средство
        

    (εὐπραγίας Pind.; βουλευμάτων Eur.; ἥ τετμημένη ὁ. τῆς νομοθεσίας Plat.)

        ὁδῷ, καθ΄ ὁδόν или τέν ὁδὸν ἔχων Plat. — по определенному методу, планомерно, методически, тж. надлежащим способом, здраво

    Древнегреческо-русский словарь > οδος

  • 2 προοδος

        I
        ἥ
        1) движение вперед, продвижение Xen.
        2) жизненный путь
        3) выход
        4) место выхода
        II
        ὅ передовой разведчик, дозорный Xen.

    Древнегреческо-русский словарь > προοδος

  • 3 φρουδος

        3 и 2
        [πρό + ὁδός]
        1) отправившийся в путь, ушедший
        

    φ. (sc. ἐστι) δόμων ἄπο Eur. — он ушел из дому;

        φροῦδοί (sc. εἰσι) διώκοντές τινα Soph.они пустились в погоню за кем-л.;
        φροῦδοι ἐχθές εἰσιν ἐξῳκισμένοι Arph. — они вчера выехали;
        φ. ἐστι θανών Soph.он умер

        2) исчезнувший бесследно, погибший, пропавший
        

    (ἐλπίδες Eur.)

        φροῦδα τἀπειλήματα Soph. — угрозы рассеялись;
        φρούδη μὲν αὐδή, φροῦδα δ΄ ἄρθρα μου Eur. — голос мой пропал, члены у меня отнялись;
        ὀλίγου φ. γεγένημαι Arph. — я чуть не погиб;
        τὰ ἐν δόμοις δαπάναισι φροῦδα Eur. — состояние растрачено;
        φρούδου τοῦ κακοῦ μείων λόγος Soph. — о прошедшем несчастье меньше говорят;
        φ. εἶναι κατά τι Plut.погибнуть из-за чего-л.

    Древнегреческо-русский словарь > φρουδος

См. также в других словарях:

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • πρόοδος — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται 3 ειδικές ακολουθίες πραγματικών ή –γενικότερα– μιγαδικών αριθμών· οι ακολουθίες αυτές φέρουν τις ονομασίες: αριθμητική π., γεωμετρική π., αρμονική π. Έστω (α): α1, α2,..., αν... μία ακολουθία μιγαδικών, γενικά,… …   Dictionary of Greek

  • πρόπους — οδος, ο, ΝΜΑ 1. σχοινί που χρησιμοποιείται ιδίως για τον χειρισμό τών ιστίων, πανιών κατά την πλαγιοδρομία ενός ιστιοφόρου πλοίου, αλλ. μούρα ή κούντρα 2. συν. στον πληθ. οι πρόποδες το κατώτερο μέρος υψώματος που συνδέει τις κλιτύς, τις πλαγιές …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Beta — Beta Inhaltsverzeichnis 1 Βάλανε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα …   Deutsch Wikipedia

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • φρούδος — α, ο / φροῡδος, ούδη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α μάταιος, ανώφελος, άχρηστος (α. «φρούδες ελπίδες» β. «λόγοι πρὸς αἰθέρα φροῡδοι», Ευρ.) μσν. φρ. «εἰς φροῡδον» σε καταστροφή, σε αφανισμό αρχ. 1. αυτός που έχει εξαφανιστεί, που έχει γίνει άφαντος 2.… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

  • προοίμιο — το / προοίμιον, ΝΜΑ, και αττ. τ. φροίμιον Α 1. εισαγωγικό μέλος σε ευρύτερη μουσική σύνθεση, προανάκρουσμα (α. «ἁγησιχόρων... προοιμίων ἀμβολάς», Πίνδ. β. «... ἐν τοῑς ἔπεσι τοῑσδε, ἅ ἐστιν ἐκ προοιμίου Ἀπόλλωνος», Θουκ.) 2. πρόλογος, εισαγωγή (« …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»