-
1 временный
1. (действующий в течение некоторого времени) προσωρινός, παροδικός, πρόσκαιρος 2. (непостоянный) προσωρινός 3. (некапитальный) πρόχειρος, προσωρινός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > временный
-
2 подручный
1. (сделанный из подручных средств) πρόχειρος, αυτοσχέδιος 2. (вы-полняющий подсобную работу) о βοηθόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подручный
-
3 беглый
бе́гл||ыйприл1. (убежавший) δραπέτης, φυγάς;2. (быстрый, легкий) ταχύς, γοργός, εὐχερής:\беглыйое чтение ἡ εὐχέρεια στό διάβασμα;3. (поверхностный) βιαστικός, πρόχειρος, σύντομος:\беглыйое замечание ἡ σύντομη παρατήρηση; \беглыйый взгляд ἡ γρήγορη ματιά; ◊ \беглыйый огонь воен. τό πυκνό πῦρ. -
4 непродуманный
непродуманныйприл ἄσκεφτος, ἀσυλ-λόγιστος, ἀπερίσκεπτος, ἀστόχαστος / πρόχειρος (о докладе). -
5 чериовой
чериов||ойприл в разн. знач. πρόχειρος:\чериовойо́й набросок τό προσχεδίασμα, τό προσχέδιο[ν]· \чериовойые заметки οἱ πρόχειρες σημειώσεις· \чериовойая тетрадь τό πρόχειρο[ν]. -
6 дежурный
επ.1. της υπηρεσίας, εφημερεύων•дежурный врач γιατρός της υπηρεσίας•
дежурный офицер αξιωματικός της υπηρεσίας•
дежурный магазин διανυκτερεύον κατάστημα•
-ая аптека διανυκτερεύον φαρμακείο•
-ая телефонистка διανυκτερεύουσα τηλεφωνήτρια.
|| ως ουσ. ο υπάλληλος•дежурный по станции ο σταθμάρχης της υπηρεσίας.
2. ουσ. θ. -ая δωμάριο της υπηρεσίας.3. έτοιμος για χρήση, πρόχειρος, εφεδρικός•-ое блгодо в ресторане εφεδρικό πιάτο φαγητού στο εστιατόριο.
-
7 затычка
-и θ.βούλωμα, πώμα βυτίου.εκφρ.на -у – (απλ.) πρόχειρος (της κακής ώρας) αντικαταστάτης, αναπληρωτής. -
8 ленивый
επ., βρ: -нив, -а, -о.1. τεμπέλης, τεμπέλικος, ακαμάτης, οκνός, οκνηρός.2. πρόχειρος•-ые голубцы πρόχειροι ντολμάδες•
-ые щи πρόχειρη λαχανόσουπα.
-
9 недолговечный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноμικρής διάρκειας βραχύβιος, λιγόχρονος• παροδικός, πρόσκαιρος, εφήμερος•-ое счастье παροδική ευτυχία.
|| μη στέρεος, μικρής αντοχής πρόχειρος•-ая установка πρόχειρη εγκατάσταση.
-
10 черновой
επ.1. πρόχειρος•черновой чертж το προσχέδιο•
-ое письмо γράμμα στο πρόχειρο•
-ая рукопись πρόχειρο χειρόγραφο•
-ая тетрадь πρόχειρο τετράδιο.
2. ουσ. βλ. черновик.3. προκαταρκτικός•-ая репетиция προκαταρκτική πρόβα.
4. ανειδίκευτος•-ая работа ανειδίκευτη δουλειά, χοντροδουλε ιά, χαμαλοδουλειά.
-
11 эскизный
επ., βρ: -зен, -зна, -зноπρόχειρος•эскизный проект πρόχειρο σχέδιο.
См. также в других словарях:
πρόχειρος — at hand masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόχειρος — η, ο / πρόχειρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά, δίπλα ή κοντά στα χέρια κάποιου, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να πιάσει και να χρησιμοποιήσει (α. «δώσε μου το ψαλίδι, αν το έχεις πρόχειρο» β. «ἔβαλλον λίθοις καί... ἀκοντίοις, ὡς … Dictionary of Greek
πρόχειρος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά μου και μπορώ να τον χρησιμοποιήσω όποτε θέλω, αυτός που βρίσκεται σε άμεση χρήση: Δεν έχω πρόχειρο το έγγραφο να σου το δείξω. 2. αυτός που γίνεται ή λέγεται χωρίς μελέτη: Πρόχειρη αντιμετώπιση του πράγματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πρόχειρος νόμος — Συλλογή νόμων που εκδόθηκε με εντολή του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Βασιλείου του Μακεδόνα και των συναυτοκρατόρων γιων του Κωνσταντίνου του H’ και Λέοντα του ΣΤ’ του Σοφού, γύρω στο 870. Οι αυτοκράτορες αυτοί κατήργησαν την Εκλογή των Ισαύρων. Ο… … Dictionary of Greek
προχειρότερον — πρόχειρος at hand adverbial comp πρόχειρος at hand masc acc comp sg πρόχειρος at hand neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχειροτάτων — πρόχειρος at hand fem gen superl pl πρόχειρος at hand masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχειροτέραις — πρόχειρος at hand fem dat comp pl προχειροτέρᾱͅς , πρόχειρος at hand fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχειροτέρων — πρόχειρος at hand fem gen comp pl πρόχειρος at hand masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχειρότατα — πρόχειρος at hand adverbial superl πρόχειρος at hand neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχειρότατον — πρόχειρος at hand masc acc superl sg πρόχειρος at hand neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχείρως — πρόχειρος at hand adverbial πρόχειρος at hand masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)