-
41 προ-χωρέω
προ-χωρέω, vorwärtsgehen, fortschreiten, Her. 7, 50, 2; vorrücken, πρὸς ἐμὴν χεῖρα, Soph. Phil. 148; προκεχωρηκότες ἄπωϑεν τῆς Ὄλπης, Thuc. 3, 111; εἰς τὴν χώραν, 2, 12; προχωρεῖ ὁ πότος, Xen. An. 7, 3, 26; προχωρεῖ γὰρ καὶ οὐ μένει, Plat. Phil. 24 d; νῠν σοι προχωρεῖ δαιμόνων κατάστασις, Eur. Phoen. 1272; Fortgang haben, von Statten gehen, gedeihen, Her. 1, 84. 5, 62. 8, 102; οὕτως στάσις προὐχώρησε, Thuc. 3, 82; τὸ ἔργον προὐχώρησε, 8, 68, u. öfter; τοῠ ἔργου προχωρήσαντος, Hdn. 7, 5, 1, u. oft, bes. κατὰ γνώμην; so τὰ νῠν προχωρήσαντα, Thuc. 4, 18; auch ἱερά, fallen günstig aus, Xen. An. 6, 2, 21 (aber ib. 1, 9, 13 ἔχοντι ὅτι προχωροίη ist nach Krüger = er hat einen Grund, warum er reis't; nach Andern = mit sich führend, was ihm beliebt); dah. imperson. ὥς οἱ δόλῳ οὐ προεχώρεε, da es ihm mit der List nicht gelang, Her. 1, 205; ὡς οὐ προὐχώρει αὐτῷ, Thuc. 1, 109, vgl. 2, 56; Plat. Conv. 220 c; ὁπόσα σοι προχωρεῖ, so viel du kannst, Xen. Cyr. 3, 2, 29; ἡνίκ' ἂν ἑκάστῳ προχωρῇ, 1, 2, 4, wenn es Jedem seine Zeit und Geschäfte erlauben, u. öfter; προκεχωρηκότων τοῖς Λακεδαιμονίοις, sc. τῶν πραγμάτων, Hell. 5, 3, 27; vgl. προχωρησάντων ἐπὶ μέγα τῶν πραγμάτων, als ihre Macht zu einem hohen Grade gediehen war, Thuc. 1, 16; κατὰ λόγον προχωρεῖ σφίσι τὰ πράγματα, Pol. 1, 20, 3, u. A.; seltener im schlimmen Sinne, παρὰ δόξαν αὐτοῖς προχωρούντων τῶν πραγμάτων, Pol. 5, 29, 1; ὥςπερ γὰρ ἐν πόλει νομίσματος προχωροῠντος, S. Emp. adv. gramm. 178, die Münze kursirt, hat Geltung.
-
42 προ-χύται
προ-χύται, αἱ, sc. κριϑαί, = οὐλοχύται; προχύται τε βάλλειν πῠρ καϑάρσιον ἐκ χερῶν, Eur. I. A. 1112, vgl. ib. 955. 1472; λαβὼν προχύτας ἔβαλλε βωμόν, El. 798; vgl. Ap. Rh. 1, 425, wo der Schol. auch die Erkl. giebt τὸ ὕδωρ, ὃ ἐνίβαλον εἰς τὸ οὖς τοῠ ἱερείου, ἐπὶ τὸ ἐπινεύειν τὸ ἱερεῖον, damit das Opferthier den Kopf niederneige. – Uebh. was man ausschüttet, auswirft, missilia, allerhand Dinge, die man einem bewunderten Manne zum Zeichen der Verehrung zuwirft, Plut. Dion. 29.
-
43 προ-χειρίζω
προ-χειρίζω, in die Hand geben, kommt wohl nur im med. vor, προχειρίζομαι, zur Hand nehmen, vornehmen, zurecht machen; προχειριοῠμαι κἀξετάσω τὴν οὐσίαν, Ar. Eccl. 729; τὸν προκεχειρισμένον ἐν τῷ νῠν λόγον ὑφ' ἡμῶν, Plat. Legg. I, 643 a; δύναμιν προχειρίσασϑαι, dem vorangehenden παρεσκευάσϑαι entsprechend, Dem. 4, 19; προκεχειρισμένων καὶ ἑτοίμων ὄντων τῶν ἀγαϑῶν, 7, 33; σὺ δ' ἐσϑῆτα καϑαρὰν προχειρισάμενος καὶ σεαυτὸν κοσμιώτατα σχηματίσας ἥκεις, Luc. merc. cond. 14; auch προχειρισάμενος τὴν φρικωδεστάτην ἐπίῤῥησιν, Philops. 31, u. öfter; – vorher behandeln, abhandeln, προχειρισάμενος δὴ περὶ τοῠ πρώτου τῶν σωμάτων οὕτω σκοπῶμεν, Arist. de coel. 1, 5; Meteor. 3, 6; – ernennen, wählen wozu, τινὰ ἐπὶ τὴν κατηγορίαν, Dem. 25, 13; γραμματέα κοινὸν προχειρίζονται, Pol. 2, 43, 1, vgl. 1, 11, 3; oft auch pass., προχειρισϑέντες ὑπ' αὐτοῠ ἀντιστράτηγοι 3, 106, 2, τὰ προκεχειρισμένα τῷ Ποπλίῳ στρατόπεδα, ihm vorher bestimmt, 3, 40, 14; πρός τι u. ἐπί τι, 3, 44, 4. 100, 6 u. Sp., wie Alciphr. 3, 10; auch c. int., bestimmen, beschließen, Pol. 3, 40, öfter.
-
44 προ-ϊππεύω
προ-ϊππεύω, vor- od. voranreiten; Plut. Alex. 60; τοῠ στρατοῦ, vor dem Heere, Camill. 2; im med., Poplic. 22.
-
45 προ-απ-αλλάσσω
προ-απ-αλλάσσω, att. - ττω, vorher entlassen, D. C. 44, 10; sc. τοῦ βίου, Einen tödten, 37, 13; – pass. ohne βίου, aus dem Leben fortgehen, sterben, D. Cass. 43, 11; – intrans., fortgehen, προαπηλλα χότες εἰς, D. Sic. 18, 15.
-
46 προ-απο-θνήσκω
προ-απο-θνήσκω (s. ϑνήσκω), vorher sterben; Plat. Conv. 208 d; ἀπὸ τοῦ φόβου, Xen. Cyr. 3, 1, 25; τῆς γηραιοῠ τελευτῆς, vor dem Ende im hohen Alter, Antiph. 4 α 2, Folgde, wie Pol. 3, 12, 4; Plut. u. A.
-
47 προ-γράφω
προ-γράφω, voraus oder vorher schreiben; προὔγραψα πρῶτον Thuc. 1, 23; Sp., wie N. T. – Bes. durch einen öffentlichen Anschlag im voraus verkündigen, bekannt machen, ἐν τοῖς πινακίοις, Ar. Av. 450; u. bes. in Prosa, τοὺς πρυτάνεις προγράφειν αὐτῷ τὴν κρίσιν ἐπὶ δύο ἡμέρας Dem. 47, 42, ἐξήλϑομεν εἰς Πάνακτον φρουρᾶς προγραφείσης 54, 3, indem das Hinausgehen durch öffentlichen Anschlag befohlen war; δίκην τινί, Plut. Camill. 11; bes. bei Sp., das römische proscribere, in die Acht erklären und das Vermögen des Geächteten öffentlich verlaufen; Pol. vrbdt προὔγραφεν αὐτοὺς φυγάδας, 32, 21, 12; οἱ προγεγραμμένοι, 32, 22, 1; auch vom Censor, προγράφειν τινὰ τῆς βουλῆς, Einen in der Liste des Senats obenansetzen, zum princeps senatus machen, Plut. Flamin. 18 Aemil. Paul. 38; προγράφεται τοῦ μεγάλου συνεδρίου, fort. Rom. 4.
-
48 προ-εφ-ίστημι
προ-εφ-ίστημι (s. ἵστημι), vorher wohinstellen, worauf richten, wie Pol. προεπιστῆσαι τοὺς ἀκούοντας ἐπὶ τὴν φύσιν τοῠ ἀνδρός, die Leser vorher darauf aufmerksam machen, 10, 2, 1.
-
49 προ-κόπτω
προ-κόπτω, eigtl. durch Schlagen ausdehnen, wie der Schmied das Metall durch Hänmern streckt, daher überh. weiterbringen, fördern, τῆς ἀρχῆς ἐκείνοις, Thuc. 4, 60; τοῠ ναυτικοῠ μέγα μέρος προκόψαντες, 7, 56; pass. gefördert werden, Fortgang haben, gedeihen, ἀνωτέρω οὐδὲν τῶν πρηγμάτων προκοπτομένων, Her. 1, 190; auch ἐς τὸ πρόσω οὐδὲν προεκόπτετο τῶν πρηγμάτων, 3, 56. In derselben Bdtg bei den Att. gew. das act., τί ἂν προκόπτοις; Eur. Alc. 1082; ταῠτα προκόπτοντ' οὐδὲν εἰς πρόσϑεν κακῶν, Hec. 961; κρατοῠντες τῆς χώρας οὐδὲν προὔκοπτον ἐς τὸ ἀπολέσαι ὑμᾶς, Xen. Hell. 7, 1, 6; öfter bei Sp., wie Pol. προκόπτων οὐδέν 27, 8, 14, ἐπὶ τοσοῠτο προέκοψεν ἡ δόξα αὐτοῠ 32, 9, 2; προκόψας, gedeihend, Nicarch. 21 (XI, 17); im schlimmen Sinne, ἀνόητοι, μοχϑηροί, Plut. adv. Stoic. 10; ἐπὶ πλεῖον προκόψουσιν ἀσεβείας, N. T.; Suid. führt im eigentlichen Sinne an ὀχήματι κεχρημένον καὶ διὰ τῆς λεωφόρου προκόπτοντα κατέλαβε, durch die Heerstraße fortfahren, was er διερχόμενον erkl.
-
50 προ-γύμνασμα
προ-γύμνασμα, τό, Vorübung; πυῤῥίχη προγύμνασμα οὖσα τοῦ πολέμου, zum Kriege, Ath. XIV, 631 a; bes. bei den Rhett., die es erkl. ἄσκησις μετρίων πρὸς μειζόνων ἐπίῤῥωσιν πραγμάτων.
-
51 προ-κατα-λύω
προ-κατα-λύω, vorher auflösen, aufheben, νόμους, Thuc. 3, 84; προκατέλυσαν τὸν πλοῠν, sie hoben die Fahrt auf, Dem. 56, 24; τὸν βίον τοῠ ἔργου, d. h. vor der Ausführung sterben, Plut. Sol. 32. – Med., τὴν ἔχϑρην, Her. 7, 6; D. Hal. 5, 61 u. sonst.
-
52 προ-κατα-λαμβάνω
προ-κατα-λαμβάνω (s. λαμβάνω), vorher fassen, einnehmen; Thuc. 3, 2 u. oft; Plat. Rep. VI, 494 c; Xen. An. 1, 3, 16; τὸ βῆμα, Aesch. 3, 71; auch übtr., ταῖς ὑποσχέσεσι καὶ τοῖς ἐπαγγέλμασι προκαταληφϑέντες, Dem. 19, 178, vorweg eingenommen; öfter Pol., auch προκαταλαβεῖν τὴν ὁρμήν τινος, 3, 104, 2; προκαταληφϑεὶς τῇ φιλανϑρωπίᾳ, 10, 34, 9; u. scheinbar intr., sc. αὐτόν, τοῠ χειμῶνος προκαταλαβόντος, 39, 2, 3. – Bes. auch in der Rede vorwegnehmen, zuerst behandeln, Isocr. 4, 74 u. oft. – Vorher begreifen, S. Emp. oft.
-
53 προ-εξ-άγω
προ-εξ-άγω (s. ἄγω), vorher heraus- od. über die Gränze führen; Her. 9, 106; Thuc. 7, 70; προεξάξαντες 8, 25 muß προεξᾴξαντες geschrieben werden; ἑαυτὸν ἐκ τοῠ ζῆν, sich das Leben nehmen, Pol. 30, 7, 8. – Bei Aesch. 1, 37, ἐὰν ἀναγκαζόμενος λέγειν προεξαχϑῶ τι ῥῆμα εἰπεῖν, hat Bekker ἐξαχϑῶ geschrieben.
-
54 προ-γηράσκω
προ-γηράσκω (s. γηράσκω), vorher altern, Hippocr. u. Sp.; προγηράσαντος τοῦ περιμένοντος, Luc. Tim. 20; προγηράσαι τοῖς πόνοις, rhet. praec. 10.
-
55 προ-κομίζω
προ-κομίζω, vor-, voran, vorausführen, hervorholen; ἐκ τοῠ κόλπου ῥόμβον, Luc. D. Merc. 4; τῆς πήρας τι, Long. 2, 18; – pass., weiter vorwärts geschafft werden, in entlegenere Gegenden gebracht werden, Her. 4, 121, u. einzeln bei Sp.; προκομιστέος, Clem. Al.
-
56 προ-μαχεών
προ-μαχεών, ῶνος, ὁ, Schutzwehr, Bollwerk; Her. 1, 98; τοῠ τείχεος, 1, 164. 3, 151; Xen. An. 7, 8, 13.
-
57 προ-αγωγή
προ-αγωγή, ἡ, Fortführung, Beförderung zu Ehrenstellen; Pol. 6, 8, 4. 15, 37, 5 u. öfter, wie Plut. u. a. Sp.; – ἐκ προαγωγῆς φίλος, nach Umständen, der, wie es die Gelegenheit giebt, bald Freund, bald Feind ist, Dem. 23, 174, wo er selbst hinzusetzt ὅπως ἂν ὑμᾶς δύνασϑαι νομίσῃ, οὕτω πρὸς ὑμᾶς εὐνοίας ἔχοντα; Harpocr. erkl. ἀντὶ τοῦ πρὸς ἀνάγκην καὶ οὐκ ἐκ φύσεως οὐδὲ ἁπλοϊκῶς.
-
58 προ-ξενέω
προ-ξενέω, Jemandes πρόξενος od. Gastfreund von Staatswegen sein, τινός; Xen. Hell. 6, 4, 24; οὔτε γὰρ προξενῶ τῶν ἀνδρῶν, οὔτ' ἰδίᾳ ξένος αὐτῶν οὐδείς ἐστί μοι, Dem. 15, 15. Dah. = einem Fremden als πρόξενος beistehen, ihn vertreten, vertheidigen u. übh. Jemandes Gönner sein, sich seiner annehmen, πειράσομαί σου προξενεῖν, Eur. Med. 724; Ar. Thesm. 576. – Dah. Jemandem Etwas verschaffen, vermitteln, ἐλπίς, ἥτις καὶ ϑράσος τι προξενεῖ Soph. Trach. 723, vgl. O. R. 1483, Schol. αἴτιον γενέσϑαι; auch ὡς νῠν πᾶν τελοῠντι προξένει, Soph. O. C. 466, gewähre; ἡμεῖς ἄλλα προξενήσομεν, Eur. Ion 335; ἄνδρα προὐξένησε τῷ υἱεῖ διδάσκαλον μουσικῆς, Plat. Lach. 180 e; Xen. sagt An. 6, 3, 14 ἴστε με οὐδένα πω κίνδυνον προξενήσαντα ὑμῖν ἐϑελούσιον; vgl. Apol. 7 u. Ael. V. H. 13, 33, ἡ τύχη προὐξένησεν αὐτῇ οὐ τῆς γνώμης, ἀλλὰ τοῠ κάλλους ἄξια. – Empfehlen, οἷον ἄνϑρωπον προὐξένησεν ἡμῖν, Dem. 37, 11, u. öfter; προξενεῖν τινί τινα, Einem ein Mädchen zur Frau verschaffen, Long. 3, 26; Himer. or. 1, 11.
-
59 προ-μαντεία
προ-μαντεία, ἡ, ion. προμαντηΐη, das Vorrecht, das delphische Orakel zuerst unter allen Griechen zu befragen, Her. 1, 54; ἔχει τὴν προμαντείαν τοῠ ϑεοῦ, Dem. 9, 32; Plut. u. a. Sp., auch = Folgdm.
-
60 προ-δια-λαμβάνω
προ-δια-λαμβάνω (s. λαμβάνω), vorher, voraus urtheilen; περί τινος, Pol. 9, 31, 2; πάλαι προδιειληφότες ὑπὲρ τοῠ πολεμεῖν, 27, 7, 3, u. oft, wie im pass., διὰ τὸ περὶ τῶν ἄλλων ἐν τῇ Ῥώμῃ προδιειλῆφϑαι, 18, 28, 10.
См. также в других словарях:
προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προ-πο — το, Ν 1. ποδοσφαιρικό στοίχημα βασιζόμενο στην κατά το δυνατόν ακριβέστερη πρόγνωση τής έκβασης ορισμένου αριθμού ποδοσφαιρικών αγώνων 2. (κατ επέκτ.) το ειδικό δελτίο πάνω στο οποίο γράφει ο ενδιαφερόμενος τα προγνωστικά του για το στοίχημα αυτό … Dictionary of Greek
προ(ρ)ρομαντισμός — ο, Ν τα διάφορα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά ρεύματα που εμφανίστηκαν από τα μέσα τού 18ου αιώνα στην Ευρώπη και τα οποία θεωρούνται ως προδρομικά τού ρομαντισμού … Dictionary of Greek
Γουόλπολ, Χόρας, 4ος κόμης του Όρφορντ — (Horace Walpole, 4th earl of Orford, Λονδίνο 1717 – 1797). Άγγλος συγγραφέας. Σπούδασε στο Ίτον και στο Κέιμπριτζ και πραγαματοποίησε τον μεγάλο γύρο της Ευρώπης με τον ποιητή Τόμας Γκρέι. Από το 1741 έως το 1768 υπήρξε μέλος της βρετανικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
πρευμενής — και πραϋμενής, ές, Α 1. ο ήπιος, φιλικός απέναντι σε κάποιον, πράος («δοκοῡντας εἶναι κάρτα πρευμενεῑς ἐμοί», Αισχύλ.) 2. (για γεγονότα, συμβάντα) ευνοϊκός, αίσιος, καλός («πρευμενοῡς.,. νόστου τυχόντας», Ευρ.) 3. αυτός που εξευμενίζει,… … Dictionary of Greek