-
1 корм
1. (пища животных) η ζωοτροφή, η φορβή, η νομή брикетированный - πρε-σαριστή - (σε μπρικ)гранулированный - πρεσαριστή - σε γράνουλες/σφαιρίδια2. (кормление) το τάισμα, η ταγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корм
-
2 президиум
президиумм τό προεδρείο[ν], τό Πρε-ζίντιουμ:Президиум Верховного Совета СССР τό Προεδρείο τοῦ "Ανωτάτου Σο-βιέτ τής ΕΣΣΔ. -
3 рама
рам||аж1. ἡ κορνίζα, τό κάδρο, τό πλαίσιο[ν]/ τό παραθυρόφυλο[ν], τό πρε-βάζι (оконная):дверна́я \рама τό πλαίσιο τής πόρτας'2. (для картины) τό κάδρο, ἡ κορνίζα. -
4 престо
επίρ. (μουσ.) πολύ γρήγορα. || πρέ-στο, μουσικό έργο σε πολύ γρήγορο ρυθμό. -
5 πρέπω
Grammatical information: v.Meaning: `to draw attention, to distinguish oneself, to excel', also, mostly impers., πρέπει, `it is fitting, appropriate' (Il.).Derivatives: πρεπ-ώδης (Att.), - όντως (Pi., Att.) `fitting, appropriate', - τός ( εὔ- πρέπω) `drawing attention' (A. a.o.); often from the prefixcompp., e.g. μετα-, δια-, ἐκ-πρεπ-ής, also εὑ-, ἀρι-πρεπ-ής `striking, excelling, fitting etc..' (Il.) with εὑπρέπ-εια (Att.), - έω, - ίζω (Aq.) a.o. Here also πρέπων, - οντος m. n. of a fish (Opp., Ael.) prop. "which is fitting (for eating)"? (Strömberg Fischn. 33). -- On θεοπρόπος s. v.Etymology: Identical with Arm. erewim `become visible, appear', interpreted as * prep-. An old independent formation is Arm. eres, usu. pl. eres-k ` gen. -ac `face, appearance': IE * prep-s-ā. Celtic too seems to have maintained a derivation from this verb in OIr. richt `form, shape', Welsh rhith `species': IE *kʷr̥p-tu-. Quite uncertain is the connection of OHG furben `purify, clean'. -- The further analysis in * pr-ep- connecting IE * per- in πείρω `pierce' (as Fr. percer; Pott, Buttmann Lexil. 1, 20) or even IE per- in Lith. periù `beat' (as Fr. frapper, frappant; Grošelj Živa Ant. 6, 237 f. including πρέμνον) remains uncertain (cf. δρέπω: δέρω?); see now below. To be rejected Specht KZ 68, 124: πρέ-πω prop. *`I am the first' to πρό-μος with interchange π πρέπω μ. The comparisom with Lat. crepundia prop. *'fitting ornament' ? (Leumann Gnomon 9, 242 as uncertain supposition) cannot be combined with Arm. erewim. -- It has been argued that the root was * kʷrep- (Schindler BSL 67(1972)67; thus Clackson 1994, 165f);Page in Frisk: 2,591-592Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πρέπω
См. также в других словарях:
Σαιν Ζερμαίν - ντε - Πρε — (Saint Germa nin des Pres). Αξιόλογο αβαείο στο Παρίσι, στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα, που ιδρύθηκε γύρω στα 555 από το Χώδεβέρτο τον A’. Από το 1631 ως το 1790 υπήρξε κέντρο συγκέντρωσης των βενεδικτινών του Σαιν Μωρ, όπου αναπτύχθηκαν τα… … Dictionary of Greek
Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… … Dictionary of Greek
αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… … Dictionary of Greek
εικονογράφηση — Το σύνολο των διακοσμητικών στοιχείων και εικόνων που συνοδεύουν ένα κείμενο προκειμένου να το κάνουν ελκυστικότερο ή να τεκμηριώσουν το περιεχόμενό του. Γνωστή ήδη στην αιγυπτιακή και στην ελληνορωμαϊκή εποχή, η ε. γνώρισε μεγάλη ακμή στα… … Dictionary of Greek
Βούλις — I (αρχές 5ου αι.). Σπαρτιάτης ευγενής. Γιος του Νικόλεω, ο Β. προσφέρθηκε, μαζί με τον επίσης ευγενή Σπερθία, να θυσιαστεί για την πατρίδα του. Όταν ο βασιλιάς των Περσών Δαρείος έστειλε τους πρέ σβεις του να ζητήσουν γην και ύδωρ (υποταγή) από… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Καρολίγγειοι ή Καρολίδες ή Καρλοβιγγειανοί — Ονομασία των εκπροσώπων της δεύτερης γαλλικής δυναστείας, η οποία διαδέχθηκε τη δυναστεία των Μεροβιγγείων και βασίλευσε στη Γαλλία από το 752 έως το 987. Τα παλαιότερα, ιστορικώς εξακριβωμένα μέλη της οικογένειας είναι ο Αρνούλφος, επίσκοπος του … Dictionary of Greek
Λεμπλάν, Νικολά — (Nicolas Leblanc, Ιβουά λε Πρε, Μπουρζ 1742 – Σεν Ντενί, Παρίσι 1806). Γάλλος χημικός και γιατρός. Σπούδασε και άσκησε την ιατρική, αλλά αφοσιώθηκε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη χημεία. Το 1780 εργάστηκε στο Παρίσι ως γιατρός του δούκα της Ορλεάνης … Dictionary of Greek
Μαμπιγιόν, Ζαν — (Jean Mabillon, Σεν Πιερμόν, 1632 – Παρίσι, 1707). Γάλλος λόγιος. Ήταν το πέμπτο παιδί μιας αγροτικής οικογένειας. Πήρε τα πρώτα μαθήματά του από τον δάσκαλο της κοινότητας και συμπλήρωσε τη μόρφωσή του κοντά στον θείο του, εφημέριο της Νεβίλ. Το … Dictionary of Greek
Ντεπρέ, Ζος — (dit Josquin Des Pres, Μπoρεβουάρ, Πικαρδία 1450 – Κοντέ σιρ λ’ Εσκό, Βαλανσιέν 1521). Γάλλος συνθέτης, γνωστός ως Ζοσκέν. Οι πληροφορίες για τη ζωή του είναι ελάχιστες και ανεξακρίβωτες. Υπήρξε ίσως μαθητής του Όκεγκεμ. Ταξίδεψε πολύ, ιδίως στην … Dictionary of Greek